Τόνος (γραφή)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στην γλωσσολογία ο τόνος είναι ένα διακριτικό σημείο που συνοδεύει ένα γράμμα και δίνει φωνητικές πληροφορίες για την προφορά του. Υπάρχουν διαφόρων ειδών τόνοι σε διαφορετικές γλώσσες: ο μουσικός τονισμός αφορά στην οξύτητα της φωνής και καθορίζει το ύψος (ψηλό/χαμηλό) της φωνής σε σχέσης με μη τονισμένες συλλαβές (μουσικό τονισμό, για παράδειγμα, εικάζεται πως είχε η Αρχαία Ελληνική). Ο δυναμικός τονισμός αφορά στην ένταση της φωνής και δηλώνει ότι η τονιζόμενη συλλαβή πρέπει να προφερθεί με μεγαλύτερη ένταση από τις μη τονιζόμενες συλλαβές (δυναμικό τονισμό έχει η Νέα Ελληνική).
Στην ελληνική γραφή ο τόνος ( ' ) σημειώνεται πάνω από τα φωνήεντα (έτσι χρησιμοποιούνται τα: ά, έ, ή, ί, ό, ύ, ώ) για να σημειωθεί η έμφαση στην αντίστοιχη συλλαβή. Σε περιπτώσεις που η συλλαβή χαρακτηρίζεται από δίψηφο φωνήεν ο τόνος τοποθετείται στο δεύτερο γράμμα (δηλαδή: αί, αύ, εί, εύ, ηύ, οί, ού, υί). Ο τόνος μπορεί να συνδυαστεί και με διαλυτικά σε περιπτώσεις που το φωνηεντικό σύμπλεγμα πρέπει να διαχωριστεί σε δύο ξεχωριστά φωνήεντα (πχ: Μαΐου, Ταΰγετος). Στην περίπτωση κεφαλαίων στην αρχή τών λέξεων (είτε επειδή η λέξη είναι όνομα είτε επειδή είναι λέξη στην αρχή πρότασης) ο τόνος τοποθετείται αριστερά από το γράμμα (πχ Άραχθος). Στην κεφαλαιογράμματη όμως γραφή κανονικά δεν χρησιμοποιείται ο τόνος (πχ ΕΛΛΑΔΑ). Όταν η χρήση τού τόνου είναι επιθυμιτή στην κεφαλαιογράμματη γραφή ο τόνος κατά παράδοση δεν μπαίνει αριστερά από το γράμμα αλλά πάνω ή δεξιά από το γράμμα (δηλαδή όχι ΕΛΛΆΔΑ αλλά ΕΛΛΑ'ΔΑ). Στην ελληνική γραφή τονίζονται όλες οι πολυσύλλαβες λέξεις και μερικές μονοσύλλαβες (οι μονοσύλλαβες κυρίως για την αποσαφήνιση τού νόηματός τους, πχ το διαζευκτικό ή διαφέρει έτσι από άρθρο, το πώς ("με ποιον τρόπο") από το πως ("ότι"), το πού από το που κλπ). Κάθε λέξη μπορεί να έχει μέχρι έναν τόνο. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της έγκλισης τόνου: όταν μια λέξη τονίζεται στην προπαραλήγουσα και ακολουθεί αδύνατος τύπος της κτητικής αντωνυμίας (μου, σου κλπ.), τότε τονίζεται και η τελευταία συλλαβή της (π.χ. "νόημά του"). Το φαινόμενο αυτό προέρχεται από την αρχαία ελληνική, στην οποία τονίζονταν και οι μονοσύλλαβες λέξεις, οπότε ο τόνος των κτητικών μετά από προπαροξύτονες λέξεις αναβιβαζόταν στη λήγουσα των λέξεων αυτών που προηγούνταν.
Ιδιαίτερα σημαντικός για την ελληνική γλώσσα (αρχαία και νέα) είναι ο κανόνας της τρισυλλαβίας. Κατά τον κανόνα αυτόν ο τόνος δεν μπορεί ποτέ να αναβιβαστεί πριν την τρίτη από το τέλος συλλαβή μιας λέξης ή, με άλλη διατύπωση, δεν μπορούν και οι τρεις τελευταίες συλλαβές μιας λέξεις να είναι άτονες. Στην αρχαία ελληνική ο κανόνας αυτός δεν αφορούσε συλλαβές με τη σημερινή έννοια, αλλά χρόνους: δεν μπορούσε μια λέξη να καταλήγει σε πάνω από τρεις άτονους χρόνους με τα μακρά φωνήεντα να λογίζονται ως δύο και τα βραχέα ως ένας χρόνος.
Παλαιότερα η ελληνική γραφή περιλάμβανε τρεις τόνους: την οξεία ( ´ ), τη βαρεία ( ` ) και την περισπωμένη ( ῀ ) που ονομαζόταν και "οξειβάρεια", επειδή αποτελούσε συνδυασμό οξείας και βαρείας ( ´` ). Αυτό το σύστημα γραφής (που περιλαμβάνει επίσης δύο πνεύματα: την ψιλή και την δασεία) λέγεται πολυτονικό. Αντικαταστάθηκε επίσημα από το μονοτονικό το 1982. Το μονοτονικό δεν χρησιμοποιεί τα πνεύματα και αντικαθιστά τα τρία είδη τόνου με ένα μόνο, που λέγεται απλώς "τόνος" και έχει γενικά την μορφή τής οξείας. Σ'ένα ενδιάμεσο στάδιο κατεργήθηκε η βαρεία και αντικαθεστήθηκε με την οξεία. Οι γραφομηχανές αυτής της εποχής δεν ήχαν βαρεία. Πολλά βιβλία όμως συνεχίζουν να εκδίδονται ακόμα και σήμερα στο πολυτονικό, μέ ή χωρίς βαρείες.
Στην αρχαιότητα η ελληνική γραφή ήταν μόνο κεφαλαιογράμματη και χωρίς τόνους. Το πολυτονικό σύστημα "εφευρέθηκε" από τον Αλεξανδρινό γραμματικό Αριστοφάνη το Βυζάντιο (τέλος 3ου - αρχές 2ου αιώνα π.Χ.) (αβέβαιη είναι η πατρότητα των πνευμάτων, αν και ίσως να ήτανε και αυτά εφεύρεση του ιδίου), με σκοπό την πιστότερη απεικόνιση του μέτρου στο έργο του Ομήρου και των μελικών ποιητών. Λόγω της αντικατάστασης του μουσικού τονισμού από το δυναμικό ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια, η ανάγνωση των κλασικών κειμένων είχε καταστεί ιδιαίτερα δύσκολη και οι μελετητές χρειάστηκαν κάποια διακριτικά σημάδια για να αναγνωρίζουν σωστά τις λέξεις και να αποδίδουν σωστά το μέτρο. Έτσι καθιερώθηκε σταδιακά η "εφεύρεση" του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, που αρχικά όμως χρησιμοποιήθηκε μόνο σε ορισμένα λογοτεχνικά έμμετρα έργα και μάλιστα καθόλου συστηματικά. Χρειάστηκε δέκα ολόκληρους αιώνες για να αρχίσει να γενικεύεται και μόνο τον 10ο μ.Χ. αιώνα είχε πια καθιερωθεί συστηματικά σε όλα ανεξαιρέτως τα κείμενα, αρχαιοελληνικά και μη, στο πλαίσιο του λεγόμενου "πρώτου βυζαντινού ουμανισμού".