Αυστροουγγαρία
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Αυστροουγγαρία, γνωστή επίσης ως Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία ή Διπλή Μοναρχία, ήταν ένα διττό μοναρχικό κράτος στην Κεντρική Ευρώπη από το 1867 ως το 1918, οπότε και διαμελίστηκε μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Αυστροουγγαρία ήταν το διάδοχο κράτος της Αυστριακής Αυτοκρατορίας (1804-1867), αποτέλεσμα του συμβιβασμού ανάμεσα στην Αψβουργική δυναστεία και τους Ούγγρους. Όντας μία πολυεθνική αυτοκρατορία σε μία εποχή εθνικιστικού αναβρασμού, η πολιτική της ζωή κυριαρχήθηκε από διαμάχες ανάμεσα στις έντεκα κύριες εθνικές ομάδες που κατοικούσαν στα εδάφη της. Η οικονομική και πολιτική της ζωή χαρακτηρίστηκε από τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και πολλές φιλελεύθερες και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Οι Αψβούργοι βασίλευαν ως αυτοκράτορες της Αυστρίας στο δυτικό και βόρειο τμήμα της χώρας και ως βασιλείς της Ουγγαρίας στο Βασίλειο της Ουγγαρίας, που απολάμβανε ένα βαθμό αυτοκυβέρνησης και αντιπροσώπευσης στα κοινά ζητήματα (κυρίως εξωτερικές σχέσεις και άμυνα). Η ομοσπονδία είχε το πλήρες όνομα: «Τα βασίλεια και οι Χώρες που Αντιπροσωπεύονται στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο του Στέμματος του Αγίου Στεφάνου».
Η πρωτεύουσα του κράτους ήταν η Βιέννη. Η Αυστροουγγαρία ήταν γεωγραφικά η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης (μετά τη Ρωσική Αυτοκρατορία) και η τρίτη σε πληθυσμό (μετά τη Ρωσία και τη Γερμανική Αυτοκρατορία).
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Η δημιουργία της Αυστροουγγαρίας
Το Ausgleich ή συμβιβασμός του 1867, που εγκαινίασε τη διττή δομή της Αυτοκρατορίας στη θέση της ενωτικής Αυστριακής Αυτοκρατορίας (1804-1867), έγινε σε καιρό που η Αυστρία είχε αποδυναμωθεί τόσο στην Ιταλική χερσόνησο (ως αποτέλεσμα του πολέμου του 1859 με τη Γαλλία και το Πεδεμόντιο) και στη Γερμανία (με αποκορύφωμα τον Αυστροπρωσικό πόλεμο του 1866). Άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στις συνταγματικές αλλαγές ήταν αυξανόμενη δυσαρέσκεια των Ούγγρων για την κυριαρχία της Αυστρίας και η διάδοση του εθνικισμού ανάμεσα στις εθνικότητες της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Η ουγγρική δυσαρέσκεια ήταν αποτέλεσμα εν μέρει της καταπίεσης της ουγγρικής φιλελεύθερης Εξέγερσης του 1848-9.
Σε μια προσπάθεια να αυξήσει τη δημοτικότητα της μοναρχίας, ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την ουγγρική αριστοκρατία για να διασφαλίσει την υποστήριξή της. Μερικά μέλη της κυβέρνησης, όπως ο αυστριακός πρωθυπουργός Δούκας Belcredi, συμβούλευσε τον αυτοκράτορα να κάνει μια συνολική συνταγματική συμφωνία με όλες τις εθνικότητες και να δημιουργήσει ένα ομόσπονδο κράτος. Ο Belcredi ανησυχούσε ότι μία συμφωνία που θα περιοριζόταν μόνο στους Μαγυάρους θα αποξένωνε τις υπόλοιπες εθνικότητες. Παρόλα αυτά ο Φραγκίσκος Ιωσήφ δεν μπορούσε να αγνοήσει την ισχύ της ουγγρικής αριστοκρατίας, που πίεζε για μία αποκλειστική συμφωνία με τις αυστριακές ελίτ.
Συγκεκριμένα, οι Μαγυάροι ηγέτες απαίτησαν (και πέτυχαν) να στεφθεί ο αυτοκράτορας βασιλιάς της Ουγγαρίας ως αποδοχή των ιστορικών προνομίων της Ουγγαρίας, και την ίδρυση ενός ξεχωριστού κοινοβουλίου στη Βουδαπέστη με νομοθετική εξουσία για τις ιστορικές περιοχές του ουγγρικού στέμματος (τις χώρες του Αγίου Στεφάνου), αλλά με τρόπο τέτοιο ώστε να διασφαλίζει την πολιτική κυριαρχία της μαγυάρικης μειονότητας (πιο συγκεκριμένα της αριστοκρατίας και της μορφωμένης ελίτ) και τον αποκλεισμό από τα κέντρα εξουσίας των ρουμανικών και σλαβικών πληθυσμών.
[Επεξεργασία] Εθνοτικές σχέσεις
Σύμφωνα με το άρθρο 19 του αυστροουγγρικού συντάγματος: «Όλες οι φυλές της αυτοκρατορίας έχουν ίσα δικαιώματα και κάθε φυλή έχει ένα απαραβίαστο δικαίωμα στη διατήρηση και χρήση της δικής της εθνικότητας και γλώσσας. Η ισότητα όλων των εθιμικών γλωσσών (landesübliche Sprache) στο σχολείο, το γραφείο και τη δημόσια ζωή, αναγνωρίζεται από το κράτος. Στα εδάφη όπου διάφορες φυλές είναι αναμεμειγμένες, οι δημόσιοι και μορφωτικοί θεσμοί θα κανονίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς να είναι απαραίτητη η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας της χώρας (Landessprache), κάθε μία από τις φυλές να απολαμβάνει των απαραίτητων μέσων για μόρφωση στη δική της γλώσσα.»
Η εφαρμογή αυτού του κανόνα οδήγησε σε αρκετές διαμάχες, καθώς όλα εξαρτώνταν από το ποια είναι η εθιμική ή landesüblich γλώσσα σε κάθε περιοχή. Οι Γερμανοί, η παραδοσιακή γραφειοκρατική, κεφαλαιοκρατική και πολιτισμική ελίτ, απαιτούσαν την αναγνώριση των γερμανικών ως εθιμικής γλώσσας σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Ενώ τα ιταλικά θεωρούνταν μια παλιά, πολιτισμική γλώσσα (Kultursprache) από τους γερμανόφωνους διανοούμενους και πάντα της αναγνωρίζονταν ίσα δικαιώματα ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποδεχτούν τις σλαβικές γλώσσες ως ισότιμες των γερμανικών.
Παρόλα αυτά, τα επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκε η χειραφέτηση πολλών γλωσσών τουλάχιστον στο τμήμα της Αυτοκρατορίας που ήταν γνωστό ως Cisleithania (δηλαδή το «αυστριακό» τμήμα της Αυτοκρατορίας). Με μια σειρά νόμων από το 1867 και μετά, η κροατική γλώσσα αναγνωρίστηκε ως ισότιμη των ιταλικών στη Δαλματία. Από το 1882 οι Σλοβένοι είχαν την πλειοψηφία στη δίαιτα της Carniola και στην πρωτεύουσα Laibach (Λιουμπλιάνα), και αντικατέστησαν τα γερμανικά με τα σλοβενικά ως επίσημη γλώσσα. Τα πολωνικά αντικατέστησαν τα γερμανικά το 1869 στη Γαλικία ως γλώσσα της κυβέρνησης. Οι ίδιοι οι Πολωνοί μεροληπτούσαν σε βάρος της ουκρανικής μειονότητας και τα ουκρανικά δεν έγιναν ποτέ επίσημη γλώσσα. Οι πιο έντονες γλωσσικές διαμάχες έλαβαν χώρα στη Βοημία και Μοραβία, όπου οι Τσέχοι ήθελαν να καθιερώσουν τη γλώσσα τους ακόμα και στις γερμανόφωνες περιοχές της «Σουδητίας» (γερμ. Sudetenland, η ονομασία είναι μεταγενέστερη). Οι γερμανόφωνοι έχασαν την πλειοψηφία στη βοημική δίαιτα το 1880 καθώς και στην Πράγα και το Πίλσεν (αν και κατάφεραν να διατηρήσουν την πλειοψηφία στο Μπριν και βρέθηκαν στην πρωτοφανή για Γερμανούς θέση της μειονότητας. Έτσι, το Καρολιανό Πανεπιστήμιο της Πράγας χωρίστηκε το 1882 σε γερμανικό και τσεχικό τμήμα.
Συγχρόνως, οι Μαγυάροι αντιμετώπιζαν προκλήσεις από τους Ρουμάνους στην Τρανσυλβανία και στο ανατολικό Μπανάτ, τους Σλοβάκους στη σημερινή Σλοβακία και τους Σέρβους και Κροάτες στη σημερινή Δαλματία και Κροατία, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, καθώς και στη Βοϊβοντίνα. Οι Ρουμάνοι και οι Σέρβοι επίσης επιθυμούσαν την ένωση με τους ομοεθνείς τους. Παρότι οι ηγέτες της Ουγγαρίας ήταν πιο απρόθυμοι από τους Αυστριακούς στο να μοιραστούν την εξουσία με τις μειονότητες, παραχώρησαν σημαντικό βαθμό αυτονομίας στο βασίλειο της Κροατίας το 1868.
Τον Ιανουάριο του 1907, όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία στο σλοβακικό τμήμα της Ουγγαρίας αναγκάστηκαν να διδάσκουν στο εξής μόνο στα ουγγρικά, ενώ κάηκαν πολλά σλοβακικά βιβλία και εφημερίδες.
Ο ίδιος ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε πλήρη επίγνωση του ότι κυβερνούσε μία πολυεθνική αυτοκρατορία και μιλούσε γερμανικά, ουγγρικά, τσεχικά, πολωνικά και ιταλικά.
Η θέση των Εβραίων στο βασίλειο, που το 1914 ήταν περίπου δύο εκατομμύρια, ήταν ιδιόμορφη. Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, υπήρχαν αντισημιτικά κόμματα και κινήματα, αλλά η Βιέννη δεν πραγματοποίησε πογκρόμ ούτε εφάρμοσε κάποια επίσημη αντισημιτική πολιτική. Η πλειοψηφία των Εβραίων ζούσε στις αγροτικές περιοχές της Ουγγαρίας, της Βοημίας και της σημερινής νότιας Πολωνίας, παρότι υπήρχαν σημαντικές κοινότητες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Πράγα και άλλες μεγάλες πόλεις.
[Επεξεργασία] Εξωτερική πολιτική
Η αυτοκρατορική (αυστριακή) και βασιλική (ουγγρική) κυβέρνηση είχαν διαφορετικές θέσεις όσο αφορά την εξωτερική πολιτική. Οι ούγγροι πολιτικοί εναντιωνόντουσαν στις προσαρτήσεις νέων εδαφών, γιατί φοβόντουσαν ότι αναλογικά θα μείωναν ακόμα περισσότερο την πληθυσμιακή ισχύ των Ούγγρων. Αντίθετα, οι Γερμανοί έβλεπαν πιο θετικά την προσάρτηση νέων εδαφών. Έτσι, αυστροουγγρικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Βοσνία Ερζεγοβίνη τον Αύγουστο του 1878, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης του Βερολίνου. Η προσάρτηση δημιούργησε προβλήματα, γιατί αύξησε σημαντικά την αριθμητική ισχύ του σλαβικού στοιχείου. Έτσι, διάφοροι πολιτικοί (ανάμεσα τους και ο αργότερα δολοφονηθείς Αρχιδούκας Φερδινάνδος) άρχισαν να σκέπτονται την προοπτική μιας Τριπλής Μοναρχίας, που θα ένωνε τους Νοτιοσλάβους υπό κροατική κυριαρχία.
[Επεξεργασία] Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
Στις 28 Ιουνίου 1914, ο διάδοχος του θρόνου, Αρχιδούκας Φερδινάνδος, επισκέφτηκε το Σεράγεβο, πρωτεύουσα της Βοσνίας, όπου Σερβοβόσνιοι της εθνικιστικής ομάδας Mlada Bosna, σε συνεργασία με την εθνικιστική σερβική οργάνωση Μαύρη Χειρ, έστησαν ενέδρα και δολοφόνησαν το διάδοχο και τη γυναίκα του.
Πρέπει να τονισθεί ότι σε σύγκριση με τις άλλες δυνάμεις της εποχής (και ειδικά με τη Γερμανία), ο αυστροουγγρικός στρατιωτικός προϋπολογισμός ήταν αναλογικά μικρός. Επίσης, η αυτοκρατορία είχε υποστεί σημαντικές απώλειες εδαφών προς όφελος της Ιταλίας. Αυτό δημιούργησε ανασφάλεια σε πολλούς Γερμανούς πολιτικούς της αυτοκρατορίας που φοβόντουσαν την απώλεια εδαφών προς όφελος της Σερβίας. Η ηγεσία της Αυστροουγγαρίας (με την υποστήριξη της συμμάχου Γερμανίας) αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη δολοφονία ως πρόφαση για να κηρύξει πόλεμο στη Σερβία, με την πίστη ότι θα τον κέρδιζε. Έτσι, επέδωσε μία λίστα με δέκα ιδιαίτερα σκληρές απαιτήσεις, που έμεινε γνωστή με το όνομα Τελεσίγραφο του Ιουλίου. Προς γενική έκπληξη, η Σερβία αποδέχτηκε πλήρως τις εννιά από τις δέκα απαιτήσεις, ενώ αποδέχτηκε μερικώς τη δέκατη. Παρόλα αυτά, η Αυστροουγγαρία πήρε τη μοιραία απόφαση να κηρύξει πόλεμο, γεγονός που πυροδότησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην αρχή του πολέμου, ο στρατός χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Το μικρότερο ανέλαβε την επίθεση κατά της Σερβίας, ενώ το μεγαλύτερο ανέλαβε να αντιμετωπίσει το ρωσικό στρατό. Η εισβολή στη Σερβία αποδείχτηκε καταστροφική: στο τέλος του 1914 η Αυστροουγγαρία δεν είχε κατακτήσει εδάφη, ενώ είχε χάσει 227.000 άνδρες.
Στο ανατολικό μέτωπο, η κατάσταση ήταν εξίσου άσχημη. Ο αυστροουγγρικός στρατός ηττήθηκε στη μάχη του Λέμπεργκ και η πόλη του Przemysl πολιορκούνταν από τους Ρώσους.
Το Μάιο του 1915, η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και επιτέθηκε στην Αυστροουγγαρία. Η σύγκρουση με τους Ιταλούς ήταν σκληρή αλλά αμφίρροπη. Μόνο σε αυτό το μέτωπο σημείωσαν οι Αυστροούγγροι σημαντικές επιτυχίες, καθώς κατόρθωσαν να συγκρατήσουν τους αριθμητικά ανώτερους Ιταλούς στις Άλπεις. Το καλοκαίρι του 1915, ο αυστριακός και ο γερμανικός στρατός πραγματοποίησαν την επιτυχημένη επιθετική εκστρατεία Gorlice–Tarnow, ενώ τον ίδιο χρόνο οι αυστριακοί, με τη βοήθεια των Γερμανών και των Βούλγαρων κατέλαβαν τη Σερβία.
Οι επιτυχίες όμως, τερματίστηκαν το 1916 με την επίθεση Μπρουσίλωφ του ρωσικού στρατού. Ο αυστροουγγρικός στρατός υπέστη τρομακτικές απώλειες (περίπου ένα εκατομμύριο άνδρες) και δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει από αυτή την καταστροφή. Σιγά-σιγά, οι Αυστροούγγροι εξαρτώνταν από τους Γερμανούς για τη συνέχιση της πολεμικής προσπάθειας, γεγονός που προκαλούσε δυσαρέσκεια στη Γερμανία. Η έλλειψη πολεμοφοδίων, το χαμηλό ηθικό και οι μεγάλες απώλειες περιόρισαν κατά πολύ τις δυνατότητες του αυστροουγγρικού στρατού, ενώ ορισμένες εθνικότητες όπως οι Τσέχοι προτιμούσαν συχνά να αυτομολήσουν στον εχθρό παρά να συνεχίσουν τον πόλεμο.
Οι δύο τελευταίες επιτυχίες της Αυστροουγγαρίας, η κατάκτηση της Ρουμανίας και η επίθεση του Καπορέττο, ήταν επιχειρήσεις στις οποίες συνεισέφεραν καθοριστικά οι Γερμανοί. Η πλειοψηφία του λαού (με την εξαίρεση των Γερμανών και Ούγγρων) άρχισε πλέον να σκέφτεται την «επόμενη μέρα», μετά την αναμενόμενη αποσύνθεση της αυτοκρατορίας.
Τον Ιούνιο του 1918, ο Κόνραντ επιχείρησε μία ριψοκίνδυνη επίθεση εναντίον των Ιταλών. Το σχέδιο απέτυχε και τον Οκτώβριο του 1918 ο ιταλικός στρατός αντεπιτέθηκε, κέρδισε τη μάχη του Βιτόριο Βένετo, κατέστρεψε ότι απέμενε από τον αυστροουγγρικό στρατό και έθεσε τέλος στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία.
[Επεξεργασία] Η διάλυση της αυτοκρατορίας
Καθώς γινόταν φανερό ότι η Αντάντ θα κέρδιζε τον πόλεμο, τα εθνικιστικά κινήματα που διεκδικούσαν αυτονομία, άρχισαν να πιέζουν για πλήρη ανεξαρτησία. Στις 28 Οκτωβρίου του 1918 η Τσεχοσλοβακία διακήρυξε την ανεξαρτησία της, ενώ την επόμενη ημέρα οι νοτιοσλαβικές περιοχές ίδρυσαν το κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων. Στις 31 Οκτωβρίου, η ουγγρική κυβέρνηση έθεσε τέλος στην ένωση της με την Αυστρία, τερματίζοντας και επίσημα την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.
Το Νοέμβριο, τόσο στην Αυστρία όσο και στην Ουγγαρία ανακηρύχθηκαν δημοκρατίες. Η Συνθήκη του Αγίου Γερμανού (ανάμεσα στους νικητές Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Αυστρία) και η Συνθήκη του Τριανόν (ανάμεσα στους νικητές και την Ουγγαρία) ρύθμισε τη διάδοχη κατάσταση της Αυστροουγγαρίας. Ο τελευταίος Αψβούργος αυτοκράτορας (βασιλιάς για την Ουγγαρία) , Κάρολος Α', δήλωσε ότι δε θα συμμετάσχει πια στην πολιτική (αλλά δεν αποκήρυξε τα δικαιώματά του στο θρόνο) και έφυγε για την Ελβετία.
Μία αναβίωση των φιλομοναρχικών αισθημάτων στην Ουγγαρία (ως αντίδραση στο κομμουνιστικό καθεστώς του Μπέλα Κουν), οδήγησε στην παλινόρθωση της μοναρχίας (Μάρτιος του 1920) με τον ναύαρχο Μίκλος Χόρτυ ως αντιβασιλιά. Ο Κάρολος προσπάθησε να επιστρέψει στον θρόνο της Βουδαπέστης το Μάρτιο του 1921 αλλά οι γειτονικές χώρες και οι νικήτριες δυνάμεις απείλησαν με στρατιωτική επέμβαση. Η τελευταία (και μοναδική) απόπειρα για την παλινόρθωση των Αψβούργων είχε αποτύχει και οι Βρετανοί οδήγησαν τον Κάρολο και την οικογένειά του στο πορτογαλικό νησί Μαδέιρα, όπου πέθανε το 1922.
Το περιεχόμενο του άρθρου βασίζεται στο αντίστοιχο άρθρο της Αγγλόγλωσσης Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL. (ιστορικό/συντάκτες). |