Λαϊκή Λατινική γλώσσα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Λαϊκή ή Δημώδης Λατινική (λατ. sermo vulgaris) είναι ένας όρος-ομπρέλα, ο οποίος καλύπτει τις διαλέκτους τής λατινικής γλώσσας που ομιλούνταν κυρίως στις δυτικές επαρχίες τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρις ότου αυτές οι διάλεκτοι, αποκλίνοντας ακόμη περισσότερο, εξελίχθηκαν στις πρώιμες ρομανικές γλώσσες κατά τον 9ο αιώνα.
Η ομιλουμένη Λατινική διέφερε από τη λογοτεχνική κλασική Λατινική στην προφορά, το λεξιλόγιο και τη γραμματική. Κάποια χαρακτηριστικά της δημώδους Λατινικής δεν εμφανίστηκαν παρά στην ύστερη Αυτοκρατορία. Άλλα χαρακτηριστικά της υπήρχαν πιθανόν στην ομιλουμένη Λατινική, τουλάχιστον στις πρωτογενείς μορφές τους, πολύ νωρίτερα. Οι περισσότεροι ορισμοί τής δημώδους Λατινικής την παρουσιάζουν ως προφορική παρά ως γραπτή γλώσσα, επειδή οι μαρτυρίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ομιλουμένη Λατινική διασπάστηκε σε αποκλίνουσες διαλέκτους αυτή την περίοδο. Επειδή κανείς τότε δεν μετέγραψε φωνητικά την καθημερινή ομιλία των Λατίνων, οι μελετητές τής λαϊκής Λατινικής πρέπει να χρησιμοποιούν έμμεσες μεθόδους.
Η γνώση μας για τη δημώδη Λατινική προέρχεται από τρεις κύριες πηγές: Πρώτον, η συγκριτική μέθοδος μπορεί να επανασυνθέσει τις υποκείμενες μορφές των μαρτυρημένων ρομανικών γλωσσών και να επισημάνει τη διαφορά τους από την κλασική Λατινική. Δεύτερον, διάφορα κείμενα ρυθμιστικών γραμματικών τής υστερολατινικής περιόδου καταδικάζουν γλωσσικά σφάλματα που πιθανόν διέπρατταν οι ομιλητές, παρέχοντάς μας ενόραση ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι ομιλητές τής Λατινικής χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα τους. Τρίτον, οι σολοικισμοί και οι μη κλασικές χρήσεις, που απαντούν ενίοτε στα υστερολατινικά κείμενα, ρίχνουν επίσης φως στην ομιλουμένη γλώσσα.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Προσδιορισμός τής δημώδους Λατινικής
Ο όρος vulgaris σημαίνει απλώς «κοινή» ή «λαϊκή» (γλώσσα), ο δε όρος δημώδης Λατινική χρησιμοποιείται από τους μελετητές με ποικιλία σημασιών.
- Δηλώνει την ομιλουμένη Λατινική τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η κλασική Λατινική υπήρξε εξ αρχής μάλλον τεχνητή γραπτή γλώσσα και, στην πραγματικότητα, η Λατινική που έφεραν οι Ρωμαίοι στρατιώτες στις επαρχίες τής Γαλατίας, της Ιβηρίας ή της Δακίας δεν ήταν απαραιτήτως η γλώσσα τού Κικέρωνος. Με πιο αυστηρή διάκριση, η δημώδης Λατινική ήταν ομιλουμένη γλώσσα, ενώ η Υστερολατινική αποτελούσε γραφομένη γλώσσα, η οποία σε γενικές γραμμές παρουσίαζε ελαφρά διαφοροποίηση από τα προηγούμενα «κλασικά» πρότυπα.
- Δηλώνει τον υποθετικό πρόγονο των Ρομανικών γλωσσών (Πρωτορομανική). Η συγκεκριμένη γλώσσα δεν είναι γνωστή με άμεσες μαρτυρίες, παρά μόνο διαμέσου μερικών εγχάρακτων επιγραφών. Η Λατινική υπέστη αξιοσημείωτες φωνητικές μεταβολές, τις οποίες είναι δυνατόν να επανασυνθέσουμε βάσει των αλλαγών που εμφανίζουν οι απόγονοί της, οι Ρομανικές λαϊκές γλώσσες.
- Με στενότερη έννοια, ο όρος Δημώδης Λατινική αποδίδεται ενίοτε στην υποθετική Πρωτορομανική γλώσσα, από την οποία προήλθαν οι Δυτικές Ρομανικές γλώσσες· τέτοιες νοούνται όσες βρίσκονται βορειοδυτικά τής γραμμής La Spezia – Rimini: Γαλλία, Ιβηρική χερσόνησος, καθώς και η ανεπαρκώς μαρτυρημένη ρομανική γλώσσα τής ΒΔ. Αφρικής. Κατά την υπόθεση αυτή, η ΝΑ. Ιταλική, η Ρουμανική και η Δαλματική αναπτύχθηκαν χωριστά.
- Ο όρος χρησιμοποιείται μερικές φορές για να δηλώσει τους μορφολογικούς νεωτερισμούς μερικών υστερολατινικών κειμένων, όπως η Peregrinatio Aetheriae (4ος αι., αφήγηση μιας μοναχής σχετικά με το ταξίδι της στην Παλαιστίνη και στο Όρος Σινά), τα έργα τού Γρηγορίου τής Τουρ. Επειδή οι κειμενικές μαρτυρίες τύπων τής δημώδους Λατινικής είναι σπάνιες, τα έργα αυτά είναι πολύτιμα για τους φιλολόγους, κυρίως διότι η σποραδική παρουσία ποικιλιών ή λαθών στην ορθογραφία παρέχουν ενδείξεις για την ομιλουμένη γλώσσα τής περιόδου στην οποία ανήκουν.
Έργα τής κλασικής λατινικής περιόδου, που όμως είναι γραμμένα σε μη υψηλού ύφους γλώσσα, αποκαλύπτουν επίσης κάποιες πλευρές τού κόσμου τής δημώδους Λατινικής. Τα έργα τού Πλαύτου και του Τερεντίου, κωμωδίες με χαρακτήρες δούλους, διατηρούν ορισμένα πρωτογενή χαρακτηριστικά τής υστερολατινικής γλώσσας, όπως συμβαίνει επίσης με τα λόγια των απελευθέρων στο απόσπασμα Cena Trimalchionis από το μυθιστόρημα Satyricon του Πετρωνίου.
Η δημώδης Λατινική γνώρισε ανόμοια ανάπτυξη στις διάφορες επαρχίες τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και σταδιακά εξελίχθηκε στις γλώσσες που είναι σήμερα γνωστές ως Γαλλική, Ιταλική, Ισπανική, Πορτογαλική, Ρουμανική, Καταλανική και Ρομανσική. Παρ’ ότι σε όλες αυτές τις περιοχές η Λατινική ήταν η επίσημη γλώσσα, η δημώδης μορφή της αποτελούσε την ομιλουμένη κοινή, μέχρις ότου οι νέες τοπικές μορφές απέκλιναν τόσο από τη Λατινική, ώστε να αποκτήσουν τον χαρακτήρα χωριστής γλώσσας.
Θεωρείται ότι τον 3ο αιώνα μ.Χ. σημαντικό μέρος τού λεξιλογίου υφίστατο αλλαγές (λ.χ. equus → cavallus «άλογο»), πρόσφατες δε μελέτες (που πιθανώς χρειάζονται περαιτέρω επιστημονική τεκμηρίωση) υποδεικνύουν ότι και η προφορά άρχισε επίσης να διαφοροποιείται και να προσομοιάζει, ήδη έκτοτε, στις σύγχρονες κατά τόπους προφορές. Πιθανολογείται ότι η εμφανέστερη επίδραση έγινε αρχικώς αισθητή στην περιοχή τής Νάπολης.
Εντούτοις, οι αλλαγές δεν θα μπορούσαν να είναι ομοιόμορφες σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Συνεπώς, οι μεγαλύτερες διαφορές θα εντοπίζονταν πιθανότατα σε επί μέρους τύπους τής δημώδους Λατινικής σε διαφορετικές περιοχές, πράγμα που εν μέρει οφειλόταν και στην πρόσκτηση νέων «ντόπιων» θεμάτων. Παρ’ όλα αυτά, είναι αξιοσημείωτο ότι η εν λόγω θεωρία στηρίζεται ως επί το πλείστον σε εκ των υστέρων επανασύνθεση μάλλον παρά στα κείμενα. Επί αρκετούς αιώνες μετά την πτώση τής Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η δημώδης Λατινική εξακολουθούσε να συνυπάρχει με τη γραπτή Υστερολατινική. Αυτό συνέβαινε διότι όταν οι ομιλητές κάποιας από τις τοπικές ρομανικές διαλέκτους χρειαζόταν να συντάξουν γραπτό κείμενο και να χρησιμοποιήσουν κατάλληλη γραμματική και ορθογραφία, αυτό που προέκυπτε ήταν μια γλώσσα η οποία συμμορφωνόταν, τουλάχιστον εξωτερικά, προς τους κανόνες τής κλασικής Λατινικής. Ωστόσο, κατά την Τρίτη Σύνοδο της Τουρ το 813 δόθηκε εντολή στους ιερείς να κηρύττουν στην κοινή γλώσσα, προκειμένου να γίνονται κατανοητοί. Αυτή ήταν είτε η rustica lingua romanica «αγροτική ρομανική γλώσσα», όπως απεκαλείτο η δημώδης Λατινική για να διαχωρίζεται από την αρχαϊκή πλέον εκκλησιαστική Λατινική, είτε η Γερμανική. Μέσα σε μία γενεά μετά τη Σύνοδο της Τουρ, συγκεκριμένα το 842, οι Όρκοι τού Στρασβούργου (περιέχουν τη συμφωνία μεταξύ δύο διαδόχων τού Καρλομάγνου) γράφτηκαν σε μια ρομανική γλώσσα, η οποία προφανώς δεν ήταν η Λατινική.
Ακολουθεί απόσπασμα από το κείμενο των Όρκων:
- Pro Deo amur et pro christian poblo et nostro commun salvament, d'ist di in avant, in quant Deus savir et podir me dunat, si salvarai eo cist meon fradre Karlo et in ajudha et in cadhuna cosa, si cum om per dreit son fradra salvar dift, in o quid il me altresi fazet, et ab Ludher nul plaid numquam prindrai, qui, meon vol, cist meon fradre Karle in damno sit.
- Μετάφραση: Για την αγάπη τού Θεού και για τον λαό των χριστιανών και την κοινή μας σωτηρία, από την ημέρα αυτήν και εξής, όσο ο Θεός μού δίνει σοφία και δύναμη, θα προστατεύω τον αδελφό μου Κάρολο, με βοήθεια ή οτιδήποτε άλλο, όπως ο καθένας οφείλει να προστατεύει τον αδελφό του, ώστε και αυτός να κάνει το ίδιο για εμένα και ποτέ δεν πρόκειται εν γνώσει μου να συνάψω συνθήκη με τον Λοθάριο, η οποία θα έθετε σε κίνδυνο τον αδελφό μου Κάρολο.
Η Υστερολατινική, η οποία εξακολουθούσε να έχει ως κέντρο τη Ρώμη, λογικά αντανακλά αυτές τις προσκτήσεις, αποτυπώνοντας έτσι τις μεταβολές που συνέβαιναν στην περιοχή της, η οποία σε γενικές γραμμές ταυτίζεται με την Ιταλία. Η επίσημη Λατινική ήταν τότε «καθηλωμένη», όπως προκύπτει τόσο από την κωδικοποίηση της ρωμαϊκής νομολογίας (υπό τον Ιουστινιανό) όσο και από την εκκλησιαστική γλώσσα. Η γλώσσα αυτή παρουσιάζεται ενοποιημένη στους αντιγραφείς τού μεσαίωνα και έκτοτε σαφώς διαχωρισμένη από τα ήδη ανεξάρτητα λαϊκά ρομανικά ιδιώματα. Η γραπτή γλώσσα τής εποχής είναι γνωστή ως Μεσαιωνική Λατινική. Τα λαϊκά ρομανικά ιδιώματα αναγνωρίστηκαν ως ξεχωριστές γλώσσες και άρχισαν να αναπτύσσουν δικό τους κανονιστικό πρότυπο και ορθογραφία. Ο όρος Δημώδης Λατινική παύει να εφαρμόζεται πλέον τόσο στη γραπτή γλώσσα όσο και στα παραπάνω ιδιώματα.
[Επεξεργασία] Φωνολογία
[Επεξεργασία] Φωνήεντα
Φώνημα | Προφορά | ||
---|---|---|---|
Κλασική | Δημώδης | ||
A, a | βραχύ A | [a] | [a] |
Ā, ā | μακρό A | [aː] | [a] |
e, e | βραχύ E | [e] | [ɛ] |
Ē, ē | μακρό E | [eː] | [e] |
I, i | βραχύ I | [i] | [e] |
Ī, ī | μακρό I | [iː] | [i] |
O, o | βραχύ O | [o] | [ɔ] |
Ō, ō | μακρό O | [oː] | [o] |
U, u | βραχύ V(U) | [u] | [o] |
Ū, ū | μακρό V(U) | [uː] | [u] |
Y, y | βραχύ Y | [y] | [i] |
Y, y | μακρό Y | [yː] | [i] |
Ae, ae | AE | [ai] | [ɛ] |
Oe, oe | OE | [oi] | [e] |
Au, au | AV | [au] | [au] |
(βλ. Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο για ερμηνεία των συμβόλων) |
Προς το τέλος τής αυτοκρατορικής περιόδου έλαβε χώρα μια σημαντική μεταβολή, η οποία επέφερε ανακατάταξη σε ολόκληρο το φωνηεντικό σύστημα και άφησε ίχνη σε όλες τις ρομανικές γλώσσες. Η Λατινική διέθετε δέκα διακριτά φωνήεντα, μακρά και βραχέα /a/, /e/, /i/, /o/, /u/, τρεις διφθόγγους, /ae/, /oe/, /au/ (και /ui/ κατά μία άποψη), ενώ πιθανώς εισήχθη ως δάνειο από την Ελληνική το μακρό και βραχύ -υ- (δηλ. /ü/).
Κατά την εν λόγω περίοδο, υπήρξε σταδιακή μετακίνηση των φωνηέντων ως προς τον τόπο αρθρώσεως και επιπλέον μεταβολή τής ποσότητας, η οποία επηρέασε όλα τα φωνήεντα εκτός από το /a/. Τα μακρά φωνήεντα βραχύνθηκαν και τα βραχέα επιμηκύνθηκαν, ώσπου κατέληξαν σε φωνήεντα μέσου ανοίγματος. Με φωνητικούς όρους συντελέστηκαν οι ακόλουθες αλλαγές:
- [e:] > [e] και [e] > [ε]
- [i:] > [i] και [i] > [ə]
- [o:] > [o] και [o] > [ɔ]
- [u:] > [u] και [u] > [o]
Ως αποτέλεσμα, από το διπλό πενταμελές σύστημα της Κλασικής Λατινικής προέκυψε ένα μάλλον ασταθές εννεαμελές σύστημα, το οποίο εξαιτίας τής δομής του εξελίχθηκε κατόπιν διαφορετικά σε κάθε ρομανική γλώσσα.
Στο φωνηεντικό τρίγωνο οι μετατοπίσεις αυτές αποτυπώνονται ως εξής:
Κλασική Λατινική:
ī i | u ū |
ē e | o ō |
ā a |
Δημώδης Λατινική:
/i/ /ɪ/ | /ʊ/ /u/ |
/e/ /ɛ/ | /ɔ/ /o/ |
/a/ |
Η ανακατάταξη του φωνολογικού συστήματος επέφερε συγχωνεύσεις που επέτειναν την αστάθειά του. Οι μετακινήσεις των φωνηέντων [o:], [u] σε [o], καθώς και των [e:], [i] σε [e], χωρίς να συμπεριλάβουμε τον μονοφθογγισμό των [ae], [oe] σε [e/ε], ανέτρεψαν την ισορροπία τού κλασικού φωνηεντικού συστήματος και την αντιστοιχία μακρών και βραχέων[1]. Ορισμένες συνηχήσεις τής ύστερης Λατινικής το δείχνουν αυτό. Επί παραδείγματι, είναι δύσκολο πλέον να γίνει αντιληπτή στο αφτί η κλασική διάκριση μεταξύ των λ. ōs «στόμα, πρόσωπο» και ŏs «οστό, κόκκαλο» ή μεταξύ των λ. vās «αγγείο» και văs «εγγυητής» και οπωσδήποτε θα επέφερε σύγχυση η αδυναμία διακρίσεως μεταξύ των ρηματικών τύπων vĕnit «έρχεται» και vēnit «ήλθε».
Αιτία των ανωτέρω ανακατατάξεων ήταν, αναμφισβήτητα, ο ρόλος τού δυναμικού τονισμού, ο οποίος προκάλεσε, αφ’ ενός μεν την επιμήκυνση των τονιζομένων φωνηέντων και την κατοπινή διατήρησή τους στις ρομανικές γλώσσες[2], αφ’ ετέρου δε τη διάσπαση σε δύο φωνήεντα (διφθογγοποίηση) και την κλειστοποίηση ή εξασθένηση των ατόνων συλλαβών.
Ως αποτέλεσμα, οι λατ. λέξεις pira «αχλάδι» και vēra «αληθινή» οδηγήθηκαν σε συνήχηση στις ρομανικές γλώσσες, παρ’ ότι η φωνητική τους αρχή είναι εμφανώς διακριτή: ιταλ. – ισπ. pera, vera, παλ. γαλλ. poire, voire. Οι λατ. αιτιατικές ενικού nuce(m) «κάρυο, κάστανο» (ονομαστική nux) και vōce(m) «φωνή» (ονομαστική vox) κατέληξαν σε συνήχηση στις περισσότερες ρομανικές γλώσσες: ιταλ. noce, voce, πορτ. noz, voz και γαλλ. noix, voix. Η αλλαγή αυτή δεν παρατηρείται στη Ρουμανική ή τη Σαρδηνιακή γλώσσα[3].
Οι κλασικές δίφθογγοι υπέστησαν αξιοσημείωτες μεταβολές. Ειδικότερα, οι δίφθογγοι /ae/ και /oe/ οδηγήθηκαν στη δυσδιάκριτη προφορά [ε] και [e] αντιστοίχως. Η δίφθογγος /oe/ ήταν ήδη σπάνια στην κλασική Λατινική και αποτέλεσε το ενδιάμεσο στάδιο εξελίξεως της παλαιάς διφθόγγου [oi] > [oe] > [e], όπως συνέβη και με τη δίφθογγο [ai] > [ae] > [e][4]. H δίφθογγος [au/av] υπέστη αρκετή πίεση κατά την περίοδο της δημοκρατίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ορισμένοι λαϊκιστές πολιτικοί είχαν υιοθετήσει τη νεωτεριστική προφορά Clodius αντί της κλασικής Claudius «Κλαύδιος», ωστόσο η μεταβολή δεν ήταν καθολική και χαρακτηρίστηκε ως όρος «χαμηλού ύφους» κατά την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο. Ενώ η δίφθογγος [au/av] αρχικώς διατηρήθηκε, παρατηρούμε τάση μονοφθογγισμού της σε διάφορες ρομανικές γλώσσες, ώσπου κατέληξε σε [o], λ.χ. λατ. aurum «χρυσός» > γαλλ. or, ιταλ. oro.
Από την άλλη πλευρά, τα βραχέα [o], [e] αποδείχθηκαν ασταθή. Παρατηρείται τάση προς διάσπασή τους σε διφθόγγους αποτελούμενες από νέες φωνηεντικές αξίες, διαφορετικές για κάθε ρομανική γλώσσα.
Παραδείγματα:
- Το λατ. focus «εστία, τζάκι» γενικεύεται κατά την πρωτο-Ρομανική εποχή με τον τύπο τής αιτιατικής focu(m) στη σημασία «φωτιά», αντικαθιστώντας έτσι την κλασική λατ. λέξη ignis. Εντούτοις, τα προϊόντα στις επί μέρους ρομανικές γλώσσες καθιστούν φανερή τη διφθογγοποίηση: γαλλ. feu, ιταλ. fuoco, ισπ. fuego.
- H επιμήκυνση των τονιζομένων φωνηέντων ενίσχυσε την τάση προς διφθογγοποίηση. Το λατ. pes, pedis «πόδι» κληρονομείται από τις ρομανικές γλώσσες μέσω της αιτιατικής pēde(m), πράγμα που δημιουργεί στη Γαλλική τον τύπο pied (με δίφθογγο). Ομοίως το λατ. rex, regis «βασιλιάς» αποτελεί την αφετηρία τού γαλλ. roi.
Στη Γαλλική και στην Ιταλική αυτές οι μεταβολές συνέβησαν μόνο σε ανοικτές συλλαβές. Στην Ισπανική, όμως, επήλθε διφθογγοποίηση ανεξαρτήτως φωνητικού περιβάλλοντος, η οποία οδήγησε σε ένα απλό πενταμελές φωνηεντικό σύστημα τονουμένων και ατόνων συλλαβών (όπως και στη Νέα Ελληνική). Η Πορτογαλική δεν παρουσιάζει καθόλου διφθογγοποίηση (λ.χ. λατ. focus > πορτ. fogo «φωτιά»). Η Ρουμανική παρουσιάζει διφθογγοποίηση του βραχέος /e/ (λατ. ferrum > ρουμ. fier «σίδηρος»), αλλά όχι του βραχέος /o/ (λατ. focus > ρουμ. foc).
H Πορτογαλική απέφυγε σε κάποιον βαθμό την αστάθεια του φωνηεντικού συστήματος που κληρονόμησε από τη Δημώδη Λατινική, επειδή διατήρησε μέχρις ενός σημείου τη διάκριση της Λατινικής μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων στις κλειστές και ανοικτές συλλαβές. Τα λατινικά μακρά e, o έγιναν κλειστά φωνήεντα στην Πορτογαλική, τα οποία σημειώνονται στη γραφή ως ê, ô εφόσον τονίζονται, ενώ τα αντίστοιχα βραχέα τράπηκαν σε ανοικτά φωνήεντα, τα οποία σημειώνονται στη γραφή ως é, ó όταν τονίζονται. Εντούτοις, κάποιος βαθμός αστάθειας προέκυψε κυρίως από το άτονο o, που τράπηκε σε [u], και από το άτονο e, που τράπηκε σε [i] ή [ɔ].
Παρόμοια φωνητική εξέλιξη συνέβη και στην Καταλανική. Το λατινικό βραχύ o τράπηκε σε ανοικτό φωνήεν, ενώ το βραχύ e κατέληξε σε κλειστό [e] στις δυτικές διαλέκτους και σε [ə] (schwa) στις ανατολικές. Το εν λόγω schwa εξελίχθηκε σταδιακά σε ανοικτότερο φώνημα, αλλά στις Βαλεαρίδες Νήσους διατηρήθηκε ως μόρμυρος φθόγγος ώς τις ημέρες μας. Οι ανατολικές διάλεκτοι παρουσιάζουν μερική φωνηεντική αστάθεια, όπως και στην Πορτογαλική: Τα άτονα /e/, /o/ τρέπονται σε schwa (φαίνεται ότι η μεταβολή αυτή δεν επηρέασε καθολικά το /e/ σε προτονική θέση, προφορά που εξακολουθεί να απαντά σε τμήμα των Βαλεαρίδων) και, με εξαίρεση τη Μαγιόρκα, τα άτονα /o/, /u/ συγχωνεύθηκαν σε [u].
O ακόλουθος συγκεντρωτικός πίνακας παρουσιάζει τις φωνηεντικές μεταβολές σε συνάρτηση με την αποτύπωσή τους στις ρομανικές γλώσσες:
Κλασική Λατινική |
Δημώδης Λατινική |
Ιταλική | Ισπανική | Γαλλική | Παραδείγματα | |||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κλειστό | ανοικτό | κλειστό | ανοικτό | |||||
a | /a/ | /a/ | a | a | a, au | e, ie | cantō "τραγουδώ", canis "σκύλος" | |
ā | /a:/ | aestātem (Αιτιατική) "καλοκαίρι" | ||||||
ae | /ai/ | /ɛ/ | è | ie, è | ie | e, eau | ie | caelum "ουρανός" |
e | /e/ | tempus "καιρός", pedem (Αιτιατική) "πόδι" | ||||||
oe | /oi/ | /e/ | é | e | e (eu) | oi | poena "ποινή" | |
ē | /e:/ | stēlla "άστρο", tēla "ιστός" | ||||||
i | /i/ | /ɪ/ | minus "μείον" | |||||
y | /y/ | |||||||
ī | /i:/ | /i/ | i | i | i | fīlius "υιός" | ||
ȳ | /y:/ | |||||||
o | /o/ | /ɔ/ | ò | uo, ò | ue | o | eu, œu | porta "πόρτα", cor "καρδιά" |
ō | /o:/ | /o/ | ó | o | ou | eu | hōra "ώρα" | |
u | /u/ | /ʊ/ | mustum "μούστος", lupus "λύκος" | |||||
ū | /u:/ | /u/ | u | u | u | prūna "κάρβουνο" | ||
au | /aw/ | /aw/ | ò | o | o | causa "πράγμα" |
[Επεξεργασία] Σύμφωνα
Μια μεταβολή που είχε σχεδόν καθολική εφαρμογή στη δημώδη Λατινική ήταν η ουράνωση (palatalisation) των /k/, /t/ και /g/ (συχνά). Οι μόνες ρομανικές γλώσσες που δεν επηρεάστηκαν ήταν η Δαλματική και μερικές διάλεκτοι της Σαρδηνιακής. Ως αποτέλεσμα, το λατ. caelum [kælum] «ουρανός» απαντά με αρχικό συριστικό σύμφωνο στις ρομανικές γλώσσες: ιταλ. cielo[5], γαλλ. ciel, ισπ. cielo[6], πορτ. céu, καταλαν. cel.
Τα λατινικά ημίφωνα /w/, /j/, που γράφονταν ως v, i, λ.χ. vinum, iocunda, αποκτούν πλέον καθαρά συμφωνική προφορά /v/ και /dj/. Ακόμη, τα ενδοφωνηεντικά /b/ και /w/ ή /v/ συχνά συγχωνεύονται σε ενδιάμεσο διχειλικό φώνημα [β][7].
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο λατινικό αλφάβητο δεν υφίστατο διάκριση μεταξύ των γραμμάτων U και V, I και J ώς τη νεότερη περίοδο. Τα κεφαλαία U, J δεν υπήρχαν, τα δε μικρά j, v αποτελούσαν απλώς γραπτές ποικιλίες των i, u αντιστοίχως. Οι εν λόγω γραπτές ποικιλίες χρησιμοποιούνταν κυρίως στην αρχή των λέξεων για αισθητικούς σκοπούς ή για να διαφοροποιούνται τα γράμματα i, u από τα παρόμοιου σχήματος n, m. Μόνο από τον 16ο αι. και εξής αποδίδεται συμφωνική αξία στα γραφήματα j και v, ενώ τα i και u δήλωναν πλέον μόνο φωνήεντα. Η ταξινόμηση αυτή πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι η συμφωνική αξία των I, V ούτως ή άλλως απαντά συνηθέστερα στην αρχή των λέξεων. Τότε μόνο εισήχθησαν στη γραφή τα κεφαλαία U, J, προκειμένου να αποτυπωθεί η φωνολογική διαφοροποίηση και στη μεγαλογράμματη γραφή.
Μια αξιοπαρατήρητη αλλαγή που συνέβη στις δυτικές ρομανικές περιοχές ήταν η εισαγωγή ενός προθετικού φωνήεντος σε λέξεις που άρχιζαν από συμφωνικό σύμπλεγμα #sC- (s + σύμφωνο). Κατά συνέπεια, το λατ. spatha (< αρχ. σπάθη) κληρονομείται από την Ισπανική και την Πορτογαλική ως espada, από την Καταλανική ως espasa και από τη Γαλλική ως épée. Οι ανατολικές ρομανικές γλώσσες διατήρησαν την ευφωνία προσθέτοντας το φωνήεν στο προηγούμενο άρθρο, αν ήταν αναγκαίο. Έτσι, η Ιταλική δεν χρειάζεται προθετικό φωνήεν στο la spada «σπάθη», αλλά τρέπει το αρσ. άρθρο il σε lo, όταν ακολουθεί σύμπλεγμα που το απαιτεί: lo spaghetto, lo zucchero.
Όπως θα αναλυθεί και παρακάτω, η απώλεια των τελικών συμφώνων οδήγησε σε αναδιάρθρωση της κατηγορίας τού γραμματικού γένους στις ρομανικές γλώσσες. Στην κλασική Λατινική οι καταλήξεις -us, -um εξυπηρετούσαν τη διάκριση μεταξύ αρσενικού και ουδετέρου και αποτελούσαν δείκτες τής πτώσεως (ονομαστικής ή αιτιατικής) κατά περίπτωση. Η αποδυνάμωση και κατόπιν σίγηση των τελικών -s, -m επέφερε τη συγχώνευση των αρσενικών και των ουδετέρων ονομάτων, την οποία παρατηρούμε πλήρως στις ρομανικές γλώσσες. Ορισμένα ουδέτερα, λ.χ. gaudia «χαρές», υπέστησαν επανανάλυση ως θηλυκά λόγω της σύμπτωσης των ληκτικών τερμάτων.
Η απώλεια του τελικού -m φαίνεται ότι είχε ξεκινήσει από τότε που διαθέτουμε γραπτές μαρτυρίες τής Λατινικής. Επί παραδείγματι, στην επιτύμβια επιγραφή για τον Λεύκιο Κορνήλιο Σκιπίωνα (Lucius Cornelius Scipio), ο οποίος πέθανε περί το 150 π.Χ., διαβάζουμε: TAVRASIA CISAVNA SAMNIO CEPIT, που θα γραφόταν ως εξής στην κλασική Λατινική: Taurāsium, Cisaunam, Samnium cēpit. Εντούτοις, το τελικό -m διατηρείται με συνέπεια στη λογοτεχνική γλώσσα, αν και συχνά στην ποίηση αντιμετωπίζεται σαν σιγηλός φθόγγος για μετρικούς λόγους.
[Επεξεργασία] Μαρτυρίες των αλλαγών
Όπως συνέβη και στην ελληνιστική Κοινή, πολύτιμες ενδείξεις των μεταβολών παρέχονται από συγγράμματα που τις καταδικάζουν. Προς το τέλος τού 3ου αι. συντάχθηκε σχετικά με τη Λατινική το κείμενο Appendix Probi «Συλλογή Δοκίμων», μια συλλογή λέξεων («γλωσσών») που υποδεικνύει τους σωστούς κλασικούς τύπους αντί των λαϊκών. Τέτοιες μαρτυρίες συνήθως αποκαλύπτουν τάσεις που επικρατούσαν στην ομιλουμένη γλώσσα, τόσο ως προς το λεξιλόγιο όσο και ως προς τη μορφολογία, και φανερώνουν την κατεύθυνση των αλλαγών.
Οι «γλώσσες» τού Appendix Probi δηλώνουν τη λειτουργία των ακόλουθων μεταβολών[8]:
- Τάση για συγκοπή και απώλεια των ατόνων φωνηέντων (masculus, non masclus).
- Στένωση των συλλαβικών /e/ και /i/ σε /j/, διαδικασία που στα Ελληνικά επέφερε τη συνίζηση (vinea, non vinia).
- Εξάλειψη της διάκρισης μεταξύ /o/ και u/ (coluber, non colober), /e/ και /i/ (dimidius, non dimedius).
- Εξομάλυνση ανώμαλων τύπων (glis, non gliris).
- Εξομάλυνση δεικτών τού γραμματικού γένους (pauper mulier, non paupera mulier).
- Εξάλειψη της διάκρισης μεταξύ των ενδοφωνηεντικών /b/ και /v/ (bravivum, non brabivum).
- Αντικατάσταση μη μαρκαρισμένων τύπων από υποκοριστικά (auris, non oricla· neptis, non nepticla).
- Απώλεια των τελικών ερρίνων σε κλειστές συλλαβές (mensa, non mesa).
Φυσικά, ακριβώς όπως στην Ελληνική πολλοί από τους καταδικασμένους τύπους αποδείχθηκαν παραγωγικοί στις ρομανικές γλώσσες: λ.χ. oricla, αρχικώς «αφτάκι», από όπου γαλλ. oreille, ισπ. oreja, ιταλ. orecchio, ρουμ. ureche, πορτ. ortelha. Ο κλασικός τύπος auris δεν διατηρήθηκε.
[Επεξεργασία] Λεξιλόγιο
Κλασική Λατινική | Δημώδης Λατινική | Σημασία |
---|---|---|
sidus | stella | άστρο |
cruor | sanguis | αίμα |
pulcher | bellus | ωραίος |
ferre | portare | φέρω, μεταφέρω |
ludere | jocare | παίζω |
os | bucca | στόμα |
brassica | caulis | λάχανο |
domus | casa | σπίτι |
magnus | grandis | μεγάλος |
emere | comparare | αγοράζω |
equus | caballus | ίππος |
Ορισμένες λέξεις γνωστές στην κλασική Λατινική εξαφανίζονται πλέον από το λεξιλόγιο, αν και ίχνη τους μπορούν να βρεθούν στις διάφορες ρομανικές γλώσσες. Το κλασικό λατ. equus «ίππος» αναπληρωνόταν διαρκώς στη χρήση από τον όρο caballus, όπως δείχνουν οι σύγχρονες γλώσσες (αλλά όχι πλήρως, πβ. ρουμ. iapă, σαρδην. èbba, ισπ. yegua, καταλαν. egua, πορτ. égua, όλα με τη σημ. «φοράδα» < λατ. θηλ. equa). Ο διπλανός πίνακας παρουσιάζει έναν μικρό κατάλογο κλασικών και ρομανικών λέξεων, με σκοπό να καταδείξει τη διαδικασία τής αντικατάστασης.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ορισμένες από τις κλασικές λέξεις που απουσιάζουν από τη δημώδη Λατινική, αποτέλεσαν αντικείμενο επαναδανεισμού ως λόγιοι όροι στη Μεσαιωνική και στη Νεολατινική.Οι λεξιλογικές αλλαγές επηρέασαν ακόμη και θεμελιώδη γραμματικά μόρια και συνδέσμους τής Λατινικής και, ως αποτέλεσμα, αρκετά εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη στις ρομανικές γλώσσες, λ.χ. an «ή – αν», at «αλλά», autem «όμως», donec «όσον καιρό, μέχρι», enim (αντίστοιχο του αρχ. γαρ), ergo «χάριν», etiam «ακόμη, επιπλέον», haud (αρχαϊκό αρνητικό μόριο), igitur «λοιπόν», ita «έτσι», nam «δηλαδή, επομένως», postquam «επειδή, διότι», quidem (βεβαιωτικό μόριο), quin «κανείς», quoque «επιπρόσθετα, επιπλέον», sed «αλλά», vel (διαζευκτικός σύνδ.) κ.ά.[9] Ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει ότι η δημώδης Λατινική «έχασε» τη δυνατότητα εκφράσεως των συνδετικών και συντακτικών σχέσεων που δηλώνονταν από τις ανωτέρω λέξεις και έγινε έτσι «φτωχότερη» γλώσσα· οι λειτουργίες αυτές αποδίδονται πλέον από άλλους συνδέσμους ή δηλώνονται περιφραστικά και, επομένως, σαφέστερα.
Από την άλλη πλευρά, η κληρονομία των στοιχείων τού λατινικού λεξιλογίου δεν υπήρξε ομοιόμορφη στις ρομανικές γλώσσες, καθώς η δημώδης και η λόγια μορφή τής γλώσσας είχαν επί αρκετό διάστημα ταυτόχρονη ιστορία. Επί παραδείγματι, η δημώδης Λατινική δεν διατηρεί τη λεπτή διάκριση των κλασικών αντωνυμικών επιθέτων omnis «έκαστος, κάθε» και totus «όλος». Όμως, ίχνη των επιθέτων αυτών συναντούμε στις επί μέρους γλώσσες: Το ιταλ. ogni «κάθε» διατηρεί το λατ. omnes (πληθ.), ενώ άλλες γλώσσες χρησιμοποιούν για την ίδια σημασία τύπους που ανάγονται στο λατ. totum (αιτιατική τού totus), λ.χ. ιταλ. tutto, ισπ. todo, γαλλ. tout, πορτ. tudo, καταλαν. tot, ρουμ. tot.
Ακόμη, η συνεχιζόμενη εκπαίδευση με βάση το κλασικό λατινικό πρότυπο είχε ως αποτέλεσμα τον αναδανεισμό λατ. λέξεων που προέρχονταν από το υψηλότερο ή λόγιο ύφος και την επανενεργοποίησή τους στη γλώσσα, όπου ενίοτε συνυπάρχουν με τον εξελιγμένο δημώδη τύπο. Τέτοιες λέξεις διακρίνονται αμέσως από την απουσία των αναμενόμενων φωνητικών μεταβολών.
Παραδείγματα:
- Το λατ. επίθ. (συγκριτικού βαθμού) mājor «μείζων, μεγαλύτερος» εξελίχθηκε κανονικά στο γαλλ. maire «δήμαρχος», όπου είναι προφανές ότι το ημίφωνο -j- απώλεσε τη συμφωνική αξία του και οδήγησε σε φωνητική αλλαγή γνωστή και στην ελληνική γλώσσα: [ai] > [æ] > [e]. Ας σημειωθεί ότι στην Παλαιά Γαλλική η λ. maire δήλωνε διάφορα τοπικά αξιώματα· ωστόσο κατά τη Γαλλική Επανάσταση ορίστηκε μέσω διατάγματος ότι maire «δήμαρχος» καλείται ο αιρετός άρχοντας που εκλέγεται μεταξύ των μελών τού δημοτικού συμβουλίου. Εφόσον η ομαλή εξέλιξη είναι mājor > maire, κατανοούμε ότι το γαλλ. επίθ. majeur «μείζων, μεγαλύτερος», το οποίο διατηρεί σημαντικό μέρος τής λατ. μορφής, δεν παρέμεινε αναλλοίωτο μέσω της χρήσεως, αλλά προήλθε με υστερογενή αναδανεισμό από τη Λατινική, κυρίως μέσω της φιλοσοφικής και εκκλησιαστικής γλώσσας (λ.χ. 14ος αι. la majeur d’un syllogisme, 17ος αι. ordres majeurs)[10].
- To λατ. ρήμα facere «κάνω» εξελίχθηκε κανονικά στο ισπ. αντίστοιχο hacer [aθér], όπου παρατηρούμε τη βαθμιαία σίγηση τού αρχικού #f- (από χειλοδοντικό σε διχειλικό και κατόπιν μηδενικής φωνητικής αξίας: [f] > [Φ] > [ø]). Εντούτοις, σύγχρονες ισπανικές λ. όπως factura «λογαριασμός», factoría «εργοστάσιο», fácil «εύκολος», που ετυμολογικώς ανάγονται στο ρ. facio και σε παράγωγά του, προφανώς δεν είναι όροι συνεχούς παρουσίας από τη Δημώδη Λατινική στην Ισπανική, αλλά επανεισήχθησαν από το λόγιο λεξιλόγιο, όταν ο φωνητικός νόμος τής σιγήσεως του [f] είχε πλέον πάψει να λειτουργεί.
Η συνύπαρξη κλασικού όρου με δημώδη επέφερε σε ορισμένες περιπτώσεις μεταβολή σημασίας ή ανακατάταξη ως προς το περιβάλλον χρήσεως της λέξης. Επί παραδείγματι, ο κλασικός λατ. όρος caput, -itis «κεφάλι» υποχώρησε σε μερικές δυτικές ρομανικές γλώσσες προ του δημώδους testa (αρχική σημασία «κύπελλο», μεταφορά γνωστή σε άλλες γλώσσες, πβ. τα ομόρριζα αγγλ. cup «κύπελλο» και γερμ. Kopf «κεφάλι»), όπως μαρτυρείται από τα γαλλ. tête «κεφάλι», ιταλ. testa «κεφάλι». Εντούτοις, στις ίδιες γλώσσες διατηρήθηκε η λ. caput υπό τη φωνητικά εξελιγμένη μορφή της, αποκτώντας πλέον τη μεταφορική σημ. «επί κεφαλής, ηγέτης»: γαλλ. chef, ιταλ. capo, πβ. κ. ισπ. jefe. H αρχική σημασία τής λατ. λέξης διατηρήθηκε στη Ρουμανική, όπου συνυπάρχουν οι όροι cap και ţeastă με τη σημ. «κεφάλι», αλλά ο κλασικός όρος χρησιμοποιείται κυρίως στην ανατομική. Στην Ιβηρική χερσόνησο η σημ. «κεφάλι» δηλώνεται από τα ισπ. cabeza και πορτ. cabeça, που ανάγονται στο δημώδες λατ. *capetia (< λατ. caput, -itis), ενώ η Πορτογαλική διατήρησε τη λ. testa στη σημ. «μέτωπο». Ορισμένοι γλωσσολόγοι παρατηρούν σε αυτή την περίπτωση στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη θεωρία τού Ιταλού M. Bartoli, ότι οι περιφερειακές γλώσσες τείνουν να είναι συντηρητικότερες και να διατηρούν αξιοσημείωτους αρχαϊσμούς[11].
Αρκετά συνήθης κατά την περίοδο αυτήν είναι η προθεματοποίηση των ρημάτων, με αποτέλεσμα να εκτοπίζονται οι απλοί τύποι. Παρατηρείται επίσης μεγάλη αύξηση της χρήσης επιθημάτων όπως -bilis, -arius, -itare, icare, με σκοπό την αποφυγή των ανώμαλων μορφών ή την ομαλοποίηση του γραμματικού γένους.
Πολύτιμη συνεισφορά στις γνώσεις μας για τη δημώδη Λατινική στη Γαλλία παρέχουν οι ονομαζόμενες γλώσσες Ρεσενό (Reicheneau glosses), που οφείλουν την ονομασία τους στο φερώνυμο αββαείο, το οποίο βρίσκεται στη Λίμνη τής Κωνσταντίας (Bodensee) στη Γερμανία. Πρόκειται για συλλογή λέξεων γραμμένων στο περιθώριο ενός αντιγράφου τής Λατινικής Βουλγάτας, που αποσκοπούσε στην ερμηνεία λατινικών λέξεων οι οποίες δεν γίνονταν πλέον αμέσως κατανοητές τον 8ο αιώνα, περίοδο συγγραφής τής συλλογής. Η ερμηνεία δίδεται στον τύπο δημώδους Λατινικής από τον οποίο πιστεύεται ότι προήλθε η παλαιά Γαλλική.
Στον ακόλουθο κατάλογο των γλωσσών Ρεσενό προηγείται η λατινική λέξη και έπεται ο αντίστοιχος όρος τής δημώδους Λατινικής που την επεξηγεί. Οι μαρτυρίες αυτές καταδεικνύουν λεξιλογική αντικατάσταση, η οποία συνήθως επικράτησε στις ρομανικές γλώσσες:
- femur «μηρός» || coxa (> πορτ. coxa, γαλλ. cuisse, ιταλ. coscia, καταλαν. cuixa, ρουμ. coapsă).
- arena «άμμος» || sabulo (> γαλλ. sable, ιταλ. sabbia, αλλά ισπ. arena, πορτ. areia).
- canere «τραγουδώ» || cantare (> ισπ./πορτ./καταλαν. cantar, γαλλ. chanter, ιταλ. cantare, ρουμ. cânta).
- in ore «στο στόμα» || in bucca (> ισπ./πορτ./καταλαν. boca, γαλλ. bouche, ιταλ. bocca).
Ορισμένες λέξεις τού καταλόγου μαρτυρούν γραμματικές αλλαγές:
- singulariter «μόνο» || solamente (> γαλλ. seulement, ισπ. solamente· το λατ. ουσ. mens, -ntis «νους» γραμματικοποιείται και απαντά πλέον ως επιρρηματικό επίθημα).
- saniore «υγιέστερα» || plus sano (> γαλλ. plus sain, ιταλ. più sano, ρουμ. mai sănătos, ισπ. más sano, πορτ. mais são, καταλαν. més sa· τάση προς περιφραστική απόδοση των παραθετικών).
Στον κατάλογο εμφανίζονται επίσης δάνεια από τις γερμανικές γλώσσες:
- turbas «πλήθη, όχλος» || fulcos (πβ. γερμ. Volk), από όπου γαλλ. foule, ιταλ. folla (αλλά ισπ. turbia, πορτ./καταλαν. turba).
- galea «κράνος, περικεφαλαία» || helme (πβ. γερμ. Helm), από όπου γαλλ. heaume, ιταλ./πορτ. elmo, ισπ. yelmo, καταλαν. elm.
- Gallia «Γαλατία» || Francia «Γαλλία» (> γαλλ. France, όπως και σε άλλες γλώσσες· όρος που αρχικώς δήλωνε το γερμανικό φύλο των Φράγκων και αποδόθηκε στην κελτική και ρωμαϊκή Γαλατία).
Ακόμη ο κατάλογος περιέχει λέξεις που παρουσιάζουν μεταβολή σημασίας:
- ager «αγρός» || campus, αρχική σημ. «πεδιάδα» (> γαλλ. champ, ισπ. campo).
- caseum (αιτ.) «τυρί» || formaticum, αρχικά στη φρ. caseus (formaticus) «τυρί με καθορισμένη μορφή, σε φόρμα» (> γαλλ. fromage, ιταλ. formaggio, αλλά και cacio).
- milites «στρατιώτες» || servientes, αρχική σημ. «υπηρέτες» (> γαλλ. sergent, ιταλ. sergente).
[Επεξεργασία] Μορφολογία
[Επεξεργασία] Απώλεια του πτωτικού συστήματος των ονομάτων
Κλασική Λατινική | |
---|---|
Ονομαστική: | rosa |
Αιτιατική: | rosam |
Γενική: | rosae |
Δοτική: | rosae |
Αφαιρετική: | rosā |
Δημώδης Λατινική | |
Ονομαστική: | rosa |
Αιτιατική: | rosa |
Γενική: | rose |
Δοτική: | rose |
Αφαιρετική: | rosa |
Οι φωνητικές μεταβολές που συνέβησαν στη δημώδη Λατινική δυσχέραναν τη διατήρηση του πτωτικού συστήματος των ονομάτων τής κλασικής Λατινικής και εν τέλει στάθηκαν μοιραίες για το περίπλοκο σύστημα των πέντε κλιτικών τάξεων που είχε η γλώσσα. Ως αποτέλεσμα, στη δημώδη Λατινική παρατηρούμε τη μετεξέλιξη μιας συνθετικής γλώσσας σε αναλυτική, στην οποία η σειρά των όρων αποτελεί αποφασιστικό στοιχείο τής σύνταξης. Η απώλεια του τελικού /m/, η απώλεια των μακρών φωνηέντων και ο μονοφθογγισμός τού /ae/ σε /e/ προκάλεσαν καταλυτική αλλαγή στο σύστημα ενός ομαλού ουσιαστικού α΄ κλίσεως όπως το rosa «τριαντάφυλλο» (βλ. πίνακα παραπλεύρως).
Η πλήρης απώλεια του πτωτικού συστήματος επήλθε σταδιακά. Η παλαιά Γαλλική εξακολουθούσε να διατηρεί τη διάκριση μεταξύ ονομαστικής και πλαγίων πτώσεων (γνωστή ως cas sujet – cas régime), η οποία τελικά παύει να απαντά στη γλώσσα κατά τον 12ο και 13ο αι., ανάλογα με τη διάλεκτο. Παρόμοια διάκριση διατηρούσε επίσης η παλαιά Οξιτανική, καθώς και ορισμένες Ραιτορομανικές διάλεκτοι μέχρι πριν από λίγους αιώνες. Η Ρουμανική εξακολουθεί να διακρίνει τη γενική/δοτική πτώση μαζί με ίχνη κλιτικής.
Η διάκριση μεταξύ ενικού και πληθυντικού αριθμού χαρακτηρίζεται με δύο τρόπους στις ρομανικές γλώσσες. Βόρεια και δυτικά τής γραμμής La Spezia – Rimini, η οποία διατρέχει τη Βόρεια Ιταλία, ο ενικός συνήθως διακρίνεται από τον πληθυντικό μέσω του τελικού –s, το οποίο επεκτάθηκε αναλογικά καθώς ήταν παρόν στην αιτιατική πληθυντικού των αρσενικών και θηλυκών ονομάτων όλων των κλίσεων. Νότια και ανατολικά τής εν λόγω γραμμής, η διάκριση χαρακτηρίζεται μέσω μεταβολής των τελικών φωνηέντων, όπως συμβαίνει στη σύγχρονη Ιταλική και στη Ρουμανική. Η συγκεκριμένη εξέλιξη διατήρησε και γενίκευσε τη διάκριση που εμφάνιζαν στη Λατινική τα ονόματα πρώτης και δεύτερης κλίσεως στην ονομαστική πληθυντικού (-ae, -as / -i, -os).
[Επεξεργασία] Η εξέλιξη του άρθρου
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς το σημείο κατά το οποίο εμφανίστηκε το οριστικό άρθρο, που απουσιάζει από την κλασική Λατινική αλλά είναι παρόν υπό διάφορες μορφές σε όλες τις ρομανικές γλώσσες. Είναι πιθανόν ότι, επειδή αναπτύχθηκε κατ’ εξοχήν στον προφορικό λόγο ως εμφατικός δείκτης, δεν σημειωνόταν στη γραφομένη Λατινική, μέχρις ότου εμφανίζονται οι θυγατρικές γλώσσες της σαφώς διακεκριμένες. Τα περισσότερα σωζόμενα κείμενα των πρώιμων ρομανικών γλωσσών παρουσιάζουν τα άρθρα ήδη ανεπτυγμένα[12].
Όπως και σε άλλες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, τα οριστικά άρθρα ξεκίνησαν ως δεικτικές αντωνυμίες ή επίθετα. Ήδη στην κλασική Λατινική η δεικτική αντωνυμία ille, illa αποκτά χρήση άρθρου και αυτό οδηγεί σε βαθμιαία απώλεια της δεικτικής σημασίας του (αποσημασιοποίηση). Προϊόντα αυτής της εξέλιξης είναι οι τύποι των άρθρων στις ρομανικές γλώσσες: γαλλ. le, la, ισπ. / καταλαν. el, la, ιταλ. il, la. Τα άρθρα τής Πορτογαλικής o, a ανάγονται στην ίδια πηγή. H Σαρδηνιακή γλώσσα χρησιμοποίησε ως αφετηρία τη δεικτική αντωνυμία ipse, ipsa και σχημάτισε τα άρθρα su, sa· ορισμένες καταλανικές και οξιτανικές διάλεκτοι έχουν επίσης άρθρα όμοιας αφετηρίας. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ οι περισσότερες ρομανικές γλώσσες τοποθετούν το άρθρο πριν από το ουσιαστικό, η Ρουμανική γλώσσα ακολουθεί τον δικό της δρόμο και θέτει το άρθρο αμέσως μετά, προσκολλώντας το στο όνομα: λ.χ. lupul «ο λύκος», omul «ο άνδρας, ο άνθρωπος» (< λατ. lupum illum, *homo illum).
Επιπλέον, όπως και στην Ελληνική γλώσσα, το αριθμητικό unus, una αρχίζει να αποκτά τη σημασία «ένας, κάποιος», με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται κανονικά ως αόριστο άρθρο[13]. Από το εν λόγω αριθμητικό προήλθαν οι τύποι τού αορίστου άρθρου στις ρομανικές γλώσσες: γαλλ. un, une, ιταλ. uno, una, ισπ. un, una κ.ά.[14]. Οι υπόλοιπες δεικτικές αντωνυμίες έχουν επίσης αφήσει ίχνη: γαλλ. ce «αυτός» < λατ. ecce hoc, oui «ναι» < παλ. γαλλ. oil < λατ. hoc ille· ιταλ. quello «εκείνος» < λατ. eccum illum, questo «αυτός» < λατ. eccum istu κ.ά.
Η αποσημασιοποίηση (désemantisation) της δεικτικής αντωνυμίας είναι αρκετά πρώιμη στη Λατινική. Είναι φανερό ότι η δεικτική αντωνυμία χρησιμοποιείται σε συγκείμενα που καταδεικνύουν απώλεια της δεικτικής ισχύος της. Στη Βιβλική μετάφραση Vetus Latina, επί παραδείγματι, συναντούμε το χωρίο est tamen ille dæmon sodalis peccati «ο Διάβολος είναι σύντροφος των αμαρτωλών» σε συμφραζόμενα που δείχνουν ότι η λέξη δεν απείχε πολύ από τη λειτουργία τού άρθρου. Ίσως η μεταφραστική απόδοση ιερών κειμένων με πρωτότυπη γλώσσα την Ελληνική, η οποία διαθέτει οριστικό άρθρο, να ενίσχυσε την τάση τής εκκλησιαστικής Λατινικής για υποκατάστατο.
Περαιτέρω ένδειξη της εξασθένησης των δεικτικών μπορούμε να συναγάγουμε από το γεγονός ότι εκείνη την εποχή νομικά και άλλα επίσημα κείμενα περιέχουν συχνά τους όρους prædictus, supradictus (αρχική σημ. «προαναφερθείς»), οι οποίοι φθάνουν να σημαίνουν περίπου «αυτός» και «εκείνος». Τα δεικτικά αντωνυμικά επίθετα της κλασικής Λατινικής ενισχύονται από τέτοιους όρους, ώστε να εκφράζουν εμφατικότερα τη λειτουργία τους. Επί παραδείγματι, στον ανεπίσημο λόγο οι επανασυντεθειμένοι τύποι μαρτυρούν ότι οι κληρονομηθείσες λατινικές αντωνυμίες ενισχύονται όταν συνοδεύονται από το επιφώνημα ecce! «ιδού! να!» ή *eccu < eccum «δες!». Από αυτό προέρχονται τα παλ. γαλλ. cil (< *ecce ille), cist (< *ecce iste) και ici (< *ecce hic), τα ισπ. aquel και πορτ. aquele (< *eccu ille), τα ιταλ. questo (< *eccu istum), quello (< *eccu illum), καθώς και τα τοπικά επιρρήματα ισπ. acá, πορτ. cá (< *eccu hac), acolá (< *eccu illac) και aquém (< *eccu inde).
Το ύφος, ασφαλώς, παίζει ρόλο. Στους Όρκους τού Στρασβούργου, που αναφέρθηκαν ήδη ως πρώιμο μνημείο ρομανικής γλώσσας, δεν απαντά κανένα δεικτικό ως άρθρο ή ενισχυτικό ακόμη και σε θέσεις όπου οι ρομανικές γλώσσες αργότερα έχουν οπωσδήποτε τέτοιο γραμματικό μόρφημα. Προφανώς, η χρήση δεικτικών ως άρθρων εθεωρείτο ακόμη υπερβολικά ανεπίσημη για έναν βασιλικό όρκο τού 9ου αιώνα. Αξιοπαρατήρητη είναι, επίσης, η ποικιλία που παρατηρείται στις επί μέρους γλώσσες: Στη Ρουμανική γλώσσα το άρθρο επιθηματοποιείται επιτασσόμενο του ονόματος, όπως και σε άλλες γλώσσες τού Βαλκανικού γλωσσικού δεσμού (γερμ. Sprachbund), καθώς και σε βόρειες γερμανικές γλώσσες (λ.χ. Δανική, Σουηδική κ.ά.).
[Επεξεργασία] Απώλεια του ουδετέρου γένους
Σε γενικές γραμμές το τριγενές σύστημα της κλασικής Λατινικής αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα διακρίσεως δύο γενών (αρσενικού – θηλυκού) στις ρομανικές γλώσσες. Στη Λατινική, η δήλωση του γένους συνεπαγόταν αφ’ ενός μεν συμφωνία μεταξύ ουσιαστικού και επιθέτου ή αντωνυμίας, αφ’ ετέρου δε διαφορετικό κλιτικό παράδειγμα, δηλ. διαφορετική κλίση για κάθε γένος.
Το ουδέτερο γένος τής κλασικής Λατινικής απορροφήθηκε κατά κανόνα από το αρσενικό τόσο συντακτικά όσο και μορφολογικά. Η συντακτική σύγχυση ξεκίνησε προφανώς από περιπτώσεις στις οποίες το επίθετο δεν δήλωνε ξεκάθαρα το γένος και με αφετηρία την αιτιατική πτώση, όπως συμβαίνει ήδη στις επιγραφές τής Πομπηίας, λ.χ. cadaver mortuus αντί cadaver mortuum «νεκρό σώμα» και hoc locum αντί hunc locum «αυτόν τον τόπο». Η μορφολογική σύγχυση φανερώνεται κυρίως από τον μεταπλασμό των ουδετέρων σε -um σε αρσενικά σε -us (με κοινή αναλογική βάση τις αιτιατικές σε -um) και αυτό το καταληκτικό επίθημα σιγήθηκε μετά από /r/: λ.χ. στον Πετρώνιο συναντούμε τις λέξεις balneus αντί balneum «μπάνιο», fatus αντί fatum «μοίρα, πεπρωμένο», caelus αντί caelum «ουρανός», amphitheater αντί amphitheatrum «αμφιθέατρο» και άλλα.
Στις σύγχρονες ρομανικές γλώσσες οι τύποι των ονομάτων δεν εμφανίζουν, ως επί το πλείστον, ίχνη τού επιθήματος -us, επειδή προήλθαν από την αιτιατική πτώση, η οποία κατέληξε να αποδίδεται με άλλο φωνήεν ή με κενή επιθηματοποίηση: -um > -u/-o/-ø. Παραδείγματα: λατ. murum «τείχος» > ιταλ. και ισπ. muro, καταλαν. και γαλλ. mur∙ λατ. caelum «ουρανός» > ιταλ. και ισπ. cielo, γαλλ. ciel, καταλαν. cel.
Σε ορισμένα τριτόκλιτα ουδέτερα το παραγωγικό θέμα για τις ρομανικές γλώσσες προήλθε από την αφαιρετική πτώση, ενώ σε άλλα ο τύπος τής ονομαστικής / αιτιατικής, που ήταν όμοιος στην κλασική Λατινική, τελικά επιβίωσε. Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι το ουδέτερο γένος είχε αρχίσει να κλονίζεται ήδη από την αυτοκρατορική περίοδο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του λατ. lac, -ctis «γάλα». Οι τύποι των ρομανικών γλωσσών, όπως γαλλ. (le) lait, καταλαν. (la) llet, ισπ. (la) leche, πορτ. (o) leite, ιταλ. (il) latte, ρουμ. lapte(le), προέρχονται όλοι από τον ανώμαλο ουδ. τύπο ονομαστικής/αιτιατικής lacte ή από τη σπάνια αιτ. τού αρσενικού lactem. Είναι δε αξιοπαρατήρητο ότι η Ισπανική και η Καταλανική θεωρούν τον τύπο θηλυκού γένους, ενώ οι υπόλοιπες συγγενείς γλώσσες τον υιοθέτησαν ως αρσενικό. Ορισμένα ουδέτερα ουσιαστικά, ωστόσο, διατηρήθηκαν στις θυγατρικές γλώσσες, αλλά μόνον ως προς τον τύπο και χωρίς να διαθέτουν διακριτό μορφολογικό παράδειγμα, λ.χ. λατ. ονομ. / αιτ. nomen «όνομα» > γαλλ. nom, πορτ. nome, ιταλ. nome κ.ά.
Ένας ακόμη παράγοντας που οδήγησε στην απώλεια του ουδετέρου ήταν το επίθημα -a / -ia πολλών ουδετέρων ονομάτων. Αρκετά νωρίς παρουσιάζεται η τάση επαναναλύσεως τέτοιων ονομάτων σαν να επρόκειτο για θηλυκά ενικού αριθμού. Παραδείγματα: λατ. gaudium «χαρά», πληθ. gaudia > γαλλ. (la) joie, καταλαν. (la) joia, ιταλ. (la) goia (δάνειο από τη Γαλλική)∙ ομοίως λατ. lignum «ραβδί, ξύλο», πληθ. ligna > ισπ. (la) leña, καταλαν. (la) llenya. Σε ορισμένες γλώσσες υπάρχουν ακόμη ίχνη αυτού του μεταπλασμού στον πληθυντικό τέτοιων ουδετέρων που επαναναλύθηκαν ως θηλυκά: λατ. bracchium (< αρχ. βραχίων), πληθ. bracchia > ιταλ. braccio αλλά πληθ. braccia, ρουμ. braţ(ul) αλλά πληθ. braţe(le).
Τυπικές ιταλικές καταλήξεις | ||||
---|---|---|---|---|
Ουσιαστικά | Επίθ. & προσδιορισμοί | |||
ενικ. | πληθ. | ενικ. | πληθ. | |
ΑΡΣ. | giardino | giardini | buono | buoni |
ΘΗΛ. | donna | donne | buona | buone |
ΟΥΔ. | uovo | uova | buono | buone |
Η επιβίωση των ουδετέρων έχει εμφανίσει ετερόκλιτα ουσιαστικά σε διάφορες ρομανικές γλώσσες. Επί παραδείγματι, η ιταλ. συνεκφορά l’uovo fresco «το φρέσκο αβγό» έχει πληθυντικό le uova fresche. Τα εγχειρίδια διδασκαλίας τής Ιταλικής δίνουν την ατελή εξήγηση ότι η συνεκφορά είναι αρσενικού γένους στον ενικό και θηλυκού στον πληθυντικό αριθμό. Εντούτοις, συνεπέστερο με τα δεδομένα είναι να δεχτούμε ότι το όν. uovo «αβγό» είναι απλώς ουδετέρου γένους (< ovum, πληθ. ova) και ότι συμφωνεί με την κανονική εξέλιξη των καταληκτικών μορφημάτων των ουδετέρων. Συνεπώς, από ιστορικής πλευράς μπορεί κάλλιστα να λεχθεί ότι τύποι ουδετέρων διατηρούνται στην Ιταλική και τη Ρουμανική.
Οι σχηματισμοί αυτοί επέδωσαν στη χρήση κυρίως προκειμένου να αποφευχθούν ανώμαλοι τύποι. Στην κλασική Λατινική οι λέξεις που δήλωναν δέντρα ήταν συνήθως θηλυκού γένους, αλλά ορισμένες ανήκαν στη δεύτερη κλίση, η οποία κυριαρχείτο από αρσενικά και ουδέτερα. Παραδείγματα: λατ. pirus «αχλαδιά» (θηλυκό με καταληκτικό μόρφημα αρσενικού) > ιταλ. (il) pero, ρουμ. păr(ul), γαλλ. (le) poirier, ισπ. (el) peral (αρσενικά), αλλά πορτ. (a) pereira, καταλαν. (la) perera (θηλυκά)· λατ. fagus «φηγός» > ρουμ. fag(ul), καταλαν. (el) faig (αρσενικά), αντικατάσταση από τύπους επιθέτου όπως ιταλ. (il) faggio, ισπ. (el) haya, πορτ. (a) faia (< λατ. fageus, fagea).
Ως συνήθως, οι ανώμαλοι τύποι επιβιώνουν κυρίως σε λέξεις τού συχνού, κοινού λεξιλογίου. Επί παραδείγματι, το λατ. ουσ. manus «χέρι», θηλυκό δ΄ κλίσεως με καταληκτικό μόρφημα αρσενικών, διατηρήθηκε ως θηλυκό στις ρομανικές γλώσσες, παρ’ ότι έχει την όψη αρσενικού: ιταλ. και ισπ. (la) mano, γαλλ. (la) main, καταλαν. (la) mà, πορτ. (a) mão. Εκτός από τα ιταλικά και ρουμανικά ετερόκλιτα ονόματα, στις υπόλοιπες συγγενείς γλώσσες έχουν διατηρηθεί αντωνυμίες ουδετέρου γένους: γαλλ. celui-ci, celle-ci, ceci, ισπ. este, esta, esto («αυτός -ή -ό»), ιταλ. gli, le, ci («σε αυτόν, -ήν, -ό»), πορτ. todo, toda, tudo («καθένας, -μία, -ένα»).
Ας σημειωθεί επίσης ότι η Ισπανική γλώσσα διαθέτει ένα είδος κατηγοριοποίησης υπό το ουδέτερο άρθρο lo, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως για αφηρημένα ουσιαστικά ή κατηγορίες, λ.χ. lo bueno «το καλό» (ως έννοια), lo importante «το σημαντικό» (λ.χ. Lo importante es ayudarle «το σημαντικό είναι να τον βοηθήσουμε»), όπως φαίνεται επίσης στη φρ. ¿Sabes lo tarde que es? «Ξέρεις πόσο αργά είναι;» (κατά λέξη «ξέρεις ‘το αργά’ που είναι;»).
[Επεξεργασία] Υποκατάσταση της πτωτικής λειτουργίας μέσω προθέσεων
Η απώλεια της μορφολογικής διακρίσεως μέσω του πτωτικού συστήματος σημαίνει ότι οι συντακτικοί ρόλοι που επιτελούνταν με αυτό θα πρέπει τώρα να επιτελεστούν μέσω περιφράσεων ή προθέσεων. Τέτοιου είδους λεξικά τεμάχια πληθύνονται στη δημώδη Λατινική και παρατηρείται σχηματισμός νέων μέσω συνθέσεως των παλαιών.
Η πορεία αυτή έχει αξιοσημείωτα ίχνη στις ρομανικές γλώσσες, οι οποίες διαθέτουν πολλά γραμματικά μόρια, λ.χ. ισπ. donde «πού» (< λατ. de + unde), γαλλ. dès «έκτοτε» (< λατ. de + ex), γαλλ. dans «μέσα, σε» (< de + intus, δηλ. «από μέσα», πβ. το ισπ. συνώνυμο desde < λατ. de + ex + de, με επανενίσχυση), ισπ. después και πορτ. depois «μετά» (< λατ. de + ex + post). Μερικά από αυτά τα νέα σύνθετα μορφήματα απαντούν ήδη σε λογοτεχνικά κείμενα της ύστερης αυτοκρατορικής περιόδου, όπως το υστλατ. de foris «έξω», από το οποίο σχηματίστηκαν τα γαλλ. dehors, ισπ. de fuera, πορτ. de fora.
Καθώς το πτωτικό σύστημα έχανε σταδιακά τη λειτουργικότητά του, οι προθέσεις κάλυπταν το κενό. Στη δημώδη Λατινική η περίφραση ad + αιτιατική άρχισε να χρησιμεύει ως υποκατάστατο της δοτικής.
- Κλασική Λατινική: Iacōbus patrī librum dat
- Δημώδης Λατινική: Jacomos levro a (p)patre donat
- Μετάφραση: «Ο Ιάκωβος δίνει ένα βιβλίο στον πατέρα του».
Ομοίως, η γενική πτώση αρχίζει βαθμιαία να αντικαθίσταται στη δημώδη Λατινική από την περίφραση de + αφαιρετική.
- Κλασική Λατινική: Iacōbus mihi librum patris dat
- Δημώδης Λατινική: Jacomos me levro de patre donat / Jacomos levro de patre a (m)me donat
- Μετάφραση: «Ο Ιάκωβος μου δίνει το βιβλίο τού πατέρα του».
[Επεξεργασία] Επιρρήματα
Η κλασική Λατινική διέθετε διάφορα επιθήματα σχηματισμού επιρρημάτων από επίθετα: λ.χ. επίθ. carus «αγαπητός» > επίρρ. care· acer «οξύς, δριμύς» > επίρρ. acriter· επίθ. creber «συχνός» > επίρρ. crebro. Όλα αυτά τα παραγωγικά επιθήματα χάθηκαν στη δημώδη Λατινική, στην οποία τα επιρρήματα σχηματίζονται αδιακρίτως από την αφαιρετική πτώση mente του θηλυκού mens, -ntis «νους, διάνοια». Επί παραδείγματι, από το επίθ. velox «ταχύς» προήλθε κανονικά το κλασικό επίρρημα velociter «ταχέως, γρήγορα», αλλά η δημώδης Λατινική προτίμησε τον περιφραστικό σχηματισμό veloce mente (αρχική σημ. «με γρήγορο νου»). Έτσι εξηγείται ο καθολικός κανόνας σχηματισμού των επιρρημάτων στις ρομανικές γλώσσες: θηλυκό τού επιθέτου + λεξικό επίθημα -mente. To εν λόγω λεξικό στοιχείο γραμματικοποιήθηκε ως αχώριστο επίθημα κατά την υστερολατινική εποχή.
Φαίνεται ότι ήδη από τον 1ο αι. π.Χ. η συγκεκριμένη αλλαγή είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή στη γλώσσα, όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα (Κάτουλλος 8)[15]:
Nunc iam illa non vult; tu, quoque, impotens, noli
Nec quae fugit sectare, nec miser vive,
Sed obstinata mente perfer, obdura.
(«Τώρα όμως δεν θέλει πια· κι εσύ, επίσης, δεν πρέπει, αδύνατον
Ούτε καθώς φεύγει να την κυνηγάς ούτε να ζεις στη θλίψη,
Αλλά να υπομένεις ακλόνητα (‘με ακλόνητο νου’): άντεξε!»)
Όλα τα επιρρήματα των ρομανικών γλωσσών σε -ment, -mente έχουν την αφετηρία τους στη γραμματικοποίηση αυτού του ουσιαστικού, το οποίο απέκτησε έτσι βαρύνοντα ρόλο στην ιστορία τής Λατινικής (λ.χ. γαλλ. seulement «μόνο», heureusement «ευτυχώς», ιταλ. periculosamente «επικινδύνως»).
[Επεξεργασία] Ρήματα
Οι ρηματικοί τύποι επηρεάστηκαν λιγότερο από τις φωνητικές μεταβολές που διέβρωσαν το πτωτικό σύστημα των ονομάτων. Ακόμη και ένα σύγχρονο ισπανικό ρήμα ενεργητικής φωνής ανακαλεί στον νου τον λατινικό του πρόγονο. Ο παράγοντας που προσέδωσε περισσότερη σταθερότητα στις ρηματικές καταλήξεις ήταν η αλλαγή τού τονικού χαρακτήρα από ελαφρύ σε ισχυρό δυναμικό τονισμό. Ως αποτέλεσμα, διαφορετικές συλλαβές αποτελούσαν τον φορέα τού τόνου στις επί μέρους κλιτικές μορφές τού ρήματος και, μολονότι οι λεξικές μορφές εξακολούθησαν να μεταβάλλονται φωνητικά, οι διακρίσεις μεταξύ των ρηματικών τύπων δεν συρρικνώθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Επί παραδείγματι, οι ρηματικοί τύποι τής κλασικής Λατινικής με σημασία «αγαπώ» και «αγαπούμε» ήταν αντιστοίχως āmo και amāmus. Επειδή το τονούμενο [á] οδηγήθηκε σε διφθογγοποίηση υπό ορισμένες συνθήκες στην Παλαιά Γαλλική, προέκυψαν αντιστοίχως οι τύποι (j’)aime και (nous) amons. Αν και αρκετά φωνήματα χάθηκαν, ο διαφορετικός τονισμός κάθε τύπου συνέβαλε στη διατήρηση της μεταξύ τους διάκρισης και αυτό μερικές φορές οδήγησε στον σχηματισμό ενός ανώμαλου ρήματος. Μερικές φορές ο μηχανισμός τής αναλογίας επέφερε ομαλοποίηση του τύπου (λ.χ. σύγχρ. Γαλλική nous aimons), ορισμένα σύγχρονα ρήματα έχουν διατηρήσει την ανωμαλία, λ.χ. je viens «έρχομαι» – nous venons «ερχόμαστε».
Μια ομάδα μεταβολών που βρισκόταν εν εξελίξει ήδη τον 1ο αιώνα μ.Χ. ήταν η απώλεια ορισμένων τελικών συμφώνων. Μια επιγραφή τής Πομπηίας περιέχει τη φρ. quisque ama valia, ενώ στην κλασική Λατινική ο τύπος θα ήταν quisquis amat valeat «όποιος αγαπά ας είναι ισχυρός».
Στον παρακείμενο αρκετές γλώσσες γενίκευσαν το καταληκτικό επίθημα -avi, το οποίο προερχόταν από ρήματα της α΄ συζυγίας. Αυτό επέφερε μια ασυνήθιστη αλλαγή: από φωνητικής πλευράς το επίθημα εξελίχθηκε όπως η δίφθογγος -au- (με τροπή τού χειλοδοντικού φθόγγου σε διχειλικό) μάλλον παρά ως συνδυασμός με ημίφωνο /awi/, το οποίο σε ορισμένες γλώσσες χάθηκε. Έτσι, οι λατινικοί ρηματικοί τύποι amaui «αγάπησα», amauit «αγάπησε» έδωσε σε ορισμένες περιοχές τούς πρωτορομανικούς τύπους *amai, *amaut, πράγμα που οδήγησε στα ισπ. amé, amó και πορτ. amei, amou (πβ. επίσης τους τύπους απλού αορίστου, passé simple, της Γαλλικής, οι οποίοι χρησιμοποιούνται μόνο στον γραπτό λόγο: donnai «έδωσα» < donavi, chantai «τραγούδησα» < cantavi). Είναι προφανές ότι στην προφορική γλώσσα αυτές οι αλλαγές στο κλιτικό παράδειγμα προηγήθηκαν της σιγήσεως του ημιφώνου /w/.
Σε αντιδιαστολή προς την επί δύο χιλιετίες διατήρηση μεγάλου μέρους τού ενεργητικού ρηματικού συστήματος, η παθητική φωνή χάθηκε εξ ολοκλήρου στις ρομανικές γλώσσες, η δε λειτουργία της αντικαταστάθηκε από βοηθητικά ρήματα και συγκεκριμένα από τύπους τού ρήματος «είμαι» + παθητική μετοχή ή από τύπους τής αυτοπαθούς αντωνυμίας.
Μία ακόμη μείζων αλλαγή συνέβη στον μέλλοντα, ο οποίος ανασχηματίστηκε στη δημώδη Λατινική με την επενέργεια βοηθητικών ρημάτων. Πιθανώς αυτό οφείλεται σε φωνητική συγχώνευση (αμαλγαματοποίηση) των ενδοφωνηεντικών /b/ και /v/, η οποία οδήγησε σε εξομοίωση τύπους τού μέλλοντα (λ.χ. amabit «θα αγαπήσει») με τύπους τού παρακειμένου ή συνοπτικού παρωχημένου (λ.χ. amavit «αγάπησε, έχει αγαπήσει»), πράγμα που προκαλούσε αμφισημία. Με τη βοήθεια του κοινού ρήματος habere «έχω» σχηματίστηκε νέος περιφραστικός μέλλοντας *amare habeo, κατά λέξη «ἔχω ἀγαπᾶν». Η εν λόγω συνεκφορά προκάλεσε (μέσω συναιρέσεως) τον σχηματισμό ενός νέου συνόλου ρηματικών επιθημάτων για τον μέλλοντα, όπως δείχνουν οι ακόλουθοι τύποι των ρομανικών γλωσσών για τον μέλλοντα του ρήματος «αγαπώ»:
- Γαλλική: j’aimerai (je + aimer + -ai) < aimer «αγαπώ» + -ai «έχω».
- Πορτογαλική: amarei (amar + -[h]ei) < amar «αγαπώ» + -hei «έχω».
- Ισπανική και Καταλανική: amaré (amar + -[h]e) < amar «αγαπώ» + -he «έχω».
- Ιταλική: amaró (amar + -[h]o) < amare «αγαπώ» + -ho «έχω».
Το γεγονός ότι το επίθημα του μέλλοντα ανάγεται σε χωριστή λέξη (που δήλωνε το ρήμα «έχω») είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτο στην Πορτογαλική, όπου μερικές φορές προστίθενται αντωνυμίες ως ενθήματα που δηλώνουν το άμεσο ή το έμμεσο αντικείμενο στον μέλλοντα: (eu) amarei «θα αγαπώ», αλλά amarteei «θα σε αγαπώ» (amar + te + [h]ei).
[Επεξεργασία] Κλιτικοί πίνακες
Στους ακόλουθους ενδεικτικούς κλιτικούς πίνακες παρουσιάζεται η εξέλιξη του ρηματικού συστήματος από την κλασική στη δημώδη Λατινική, καθώς και ο απόηχος των μεταβολών σε τέσσερεις ρομανικές γλώσσες. Εξετάζονται ως παραδείγματα το ρήμα amare "αγαπώ" και το ρήμα esse "είμαι".
[Επεξεργασία] amare
Λατινική | Δημώδης Λατινική | Ισπανική | Πορτογαλική | Ιταλική | Γαλλική | |
---|---|---|---|---|---|---|
Απαρέμφατο | amare | amare | amar | amar | amare | aimer |
Ενεστώτας | amo amas amat amamus amatis amant |
amo amas ama amamos amates aman |
amo amas ama amamos amáis aman |
amo amas ama amamos amais amam |
amo ami ama amiamo amate amano |
aime aimes aime aimons aimez aiment |
Παρατατικός | amabam amabas amabat amabamus amabatis amabant |
amaba amabas amaba amabamos amabates amaban |
amaba amabas amaba amábamos amabais amaban |
amava amavas amava amávamos amávais amávam |
amavo amavi amava amavamo amavate amavano |
aimais aimais aimait aimions aimiez aimaient |
Αόριστος | amavi amavisti amavit amavimus amavistis amaverunt |
amai amasti amaut amammos amastes amaront |
amé amaste amó amamos amasteis amaron |
amei amaste amou amámos amastes amaram |
amai amasti amò amammo amaste amarono |
aimai aimas aima aimâmes aimâtes aimèrent |
Παρακείμενος | amatum habo amatum habes amatum habe amatum habemos amatum habetes amatum haben |
he amado has amado ha amado hemos amado habéis amado han amado |
tenho amado tens amado tem amado temos amado tendes amado têm amado |
ho amato hai amato ha amato abbiamo amato avete amato hanno amato |
ai aimé as aimé a aimé avons aimé avez aimé ont aimé |
|
Υποτακτική Ενεστώτας |
amem ames amet amemus ametis ament |
ame ames ame amemos ametes amen |
ame ames ame amemos améis amen |
ame ames ame amemos ameis amem |
ami ami ami amiamo amiate amino |
aime aimes aime aimions aimiez aiment |
Παρατατικός | amarem amares amaret amaremus amaretis amarent |
amare amares amare amaremos amaretes amaren |
amara amaras amara amáramos amarais amaran |
amara amaras amara amáramos amáreis amaram |
amerei amaresti amarebbe amaremmo amereste amarebbero |
- - - - - - |
Υπερσυντέλικος | amavissem amavisses amavisset amavissemus amavissetis amavissent |
amasse amasses amasse amassemos amassetes amassen |
amase amases amase amásemos amaseis amasen |
amasse amasses amasse amássemos amásseis amassem |
amassi amassi amasse amassimo amaste amassero |
aimasse aimasses aimât aimassions aimassiez aimassent |
[Επεξεργασία] esse
Οριστική
Λατινική | Δημώδης Λατινική | Ισπανική | Πορτογαλική | Ιταλική | Γαλλική | |
---|---|---|---|---|---|---|
Απαρέμφατο | esse | essere | ser | ser | essere | être |
Ενεστώτας | sum es est sumus estis sunt |
soi es es somos estes sun |
soy eres es somos sois son |
sou és é somos sois são |
sono sei è siamo siete sono |
suis es est sommes êtes sont |
Παρατατικός | eram eras erat eramus eratis erant |
era eras era eramos erates eran |
era eras era éramos erais eran |
era eras era éramos érais eram |
ero eri era eramo erate erano |
étais étais était étions étiez étaient |
Αόριστος | fui fuisti fuit fuimus fuistis fuerunt |
fui fuisti fuiut fummos fostes fueront |
fui fuiste fue fuimos fuisteis fueron |
fui foste foi fomos fostes foram |
fui fosti fu fummo foste furono |
fus fus fut fûmes fûtes furent |
Παρακείμενος | statum habo statum habes statum habe statum habemos statum habetes statum haben |
hé sido has sido ha sido hemos sido habéis sido han sido |
tenho sido tens sido tem sido temos sido tendes sido têm sido |
sono stato sei stato è stato siamo stati siete stati sono stati |
ai été as été a été avons été avez été ont été |
|
Υποτακτική Ενεστώτας |
sim sis sit sejamus sitis sint |
seia seias seia seiamos sites sin |
sea seas sea seamos seáis sean |
seja sejas seja sejamos sejais sejam |
sia sia sia siamo siate siano |
soit sois soit soyons soyez soient |
Παρατατικός | essem esses esset essemus essetis essent |
esse esses esse essemos essetes essen |
fuera fueras fuera fuéramos fuerais fueran |
fora foras fora fôramos fôreis foram |
sarei saresti sarebbe saremmo sareste sarebbero |
- - - - - - |
Υπερσυντέλικος | fuissem fuisses fuisset fuissemus fuissetis fuissent |
fosse fosses fosse fossemos fossetes fossen |
fuese fueses fuese fuésemos fuesteis fuesen |
fosse fosses fosse fôssemos fôsseis fossem |
fossi fossi fosse fossimo foste fossero |
fusse fusses fût fussions fussiez fussent |
[Επεξεργασία] Υποσημειώσεις
- ↑ Πλήρης περιγραφή τής εξέλιξης του φωνητικού συστήματος στον C. Tagliavini, Einführung in die romanische Philologie, München 1973, σελ. 184.
- ↑ Βλ. Ε. Σκάσσης, Ιστορική Γραμματική τής Λατινικής Γλώσσης, Αθήνα 1969, σελ. 9-10, §8.
- ↑ Βλ. Ν. Vincent, «Latin», στο M. Harris & N. Vincent (εκδ.), The Romance Languages, Oxford 1990.
- ↑ Βλ. L. Palmer, The Latin Language, Oxford 1954. Ας σημειωθεί ότι στην Ελληνική η δίφθογγος [ai] ακολούθησε τα ίδια στάδια εξελίξεως της προφοράς της: άνοιγμα του υποτακτικού στοιχείου [i] σε [e] και κατόπιν αποκρυστάλλωση της διφθόγγου [ae] σε [e]. Συνεπώς, η λ. καιρός ακολούθησε την εξής πορεία: αρχ. [kairós] > ελνστ. [kaerós] > όψιμο ελνστ. και έκτοτε [cerós]. Εντούτοις, η δίφθογγος [oi] είχε εξ ολοκλήρου διαφορετική ανάπτυξη: προσθίωση σε [ü] ώς τον 10ο αιώνα και κατόπιν αποστρογγύλωση στο σημερινό [i]. Ως εκ τούτου, η λ. κοινός ακολούθησε την εξής πορεία: αρχ. [koinós] > ελνστ. & μεσν. [künós] > 10ος αι. και έκτοτε [cinós].
- ↑ Στην Ιταλική συνέβη προστριβοποίηση (affrication) του [s] σε [ts].
- ↑ Στην Ισπανική συνέβη περαιτέρω προσθίωση του [s] σε [θ]. Ωστόσο, το παλαιότερο στάδιο [s] διατηρείται στα Ισπανικά τής Λατινικής Αμερικής.
- ↑ Βλ. R. Penny, A history of Spanish language, Cambridge 2002. Επίσης M.C. Díaz y Díaz, Antología del latín vulgar. Madrid 1962.
- ↑ Τα αποσπάσματα του κειμένου έχουν μεταγραφεί σε μικρογράμματη Λατινική, με την οποία είναι περισσότερο εξοικειωμένος ο αναγνώστης.
- ↑ Βλ. Harrington, K.P., J. Pucci, A.G. Elliott 1997 (2η έκδ.), Mediaeval Latin, Chicago: University of Chicago Press.
- ↑ Βλ. E. Baumgartner & P. Ménard, Dictionnaire étymologique et historique de la langue française, Paris 1996.
- ↑ Βλ. Μ. Bartoli, Introduzione alla neolinguistica. Principi, scopi, metodi. Firenze 1925.
- ↑ Βλ. M. Selig, «Die Entwicklung der Artikel in den romanischen Sprachen». Στο G. Galbolli (ed.), Latin vulgaire – Latin tardif, Bologna 1988, σελ. 219-37.
- ↑ Βλ. J. Coissin, «La notion et l’expression de l’indéfini en Latin». Στο Revue des Études Latines 26 (1948), σελ. 121-33.
- ↑ Ήδη ο Κικέρων χρησιμοποιεί τη φράση cum uno gladiatore nequissimo «με έναν σχεδόν αθάνατο μονομάχο», πράγμα που καταδεικνύει ότι το αριθμητικό unus είχε αρχίσει να υποκαθιστά το quidam στη σημ. «κάποιος» από τον πρώτο αιώνα π.Χ.
- ↑ Ίσως η συγκεκριμένη σύνταξη υπολανθάνει ήδη στον Βιργίλιο, Αινειάδα 4.105, simulata mente «παρομοίως (‘με όμοιο νου’)».
[Επεξεργασία] Σχολιασμένα περαιτέρω αναγνώσματα
Εξαιρετικό εγχειρίδιο στην Ελληνική για τη δημώδη Λατινική γλώσσα είναι το βιβλίο τού Ν. Κονομή, Από την Ιστορία τής Λατινικής Γλώσσας (Αθήνα 2003, δ΄ έκδ., Εκδόσεις Συλλόγου Προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων). Εξετάζει πλήρως την ιστορία τής Λατινικής σε σχέση με το γλωσσικό περιβάλλον της και τις διαλέκτους τού υποστρώματός της. Ακόμη, αναλύει εκτενώς την ανάπτυξη της ύστερης και μεσαιωνικής Λατινικής, υπογραμμίζοντας τις κύριες αλλαγές που συνέβησαν.
Στην Αγγλική υπάρχουν διάφορα αξιόπιστα εγχειρίδια, όπως το βιβλίο τού Jószef Herman, Vulgar Latin (μτφρ. υπό R. Wright, Pennsylvania State University Press, 2000), το οποίο περιέχει καλή επισκόπηση των φωνολογικών, μορφολογικών και λεξιλογικών μεταβολών τής δημώδους Λατινικής. Πληροφορίες για τις συντακτικές αλλαγές μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο άρθρο τού N. Vincent, «Latin» στον συλλογικό τόμο The Romance Languages (M. Harris & N. Vincent, εκδ., Oxford University Press 1990).
Η περίοδος της μεσαιωνικής Λατινικής διαλαμβάνεται εκτενώς από τον τόμο που εξέδωσαν οι K.P. Harrington, J. Pucci και A.G. Elliot, Mediaeval Latin (2η έκδ., University of Chicago Press 1997), όπου εξετάζονται οι λεξιλογικές, ορθογραφικές και μορφολογικές αλλαγές τής ύστερης Λατινικής, όπως εμφανίζονται σε γραπτές πηγές και κείμενα.
Πολύ καλή γενική εισαγωγή για αναγνώστες χωρίς πρότερη ειδική γνώση είναι το έργο τού L.R. Palmer, The Latin Language (OUP 1954), το οποίο παρουσιάζει την ιστορία τής λατινικής γλώσσας από τα πρώτα μνημεία της μέχρι σήμερα. Ενισχύει την άποψη ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά τής δημώδους Λατινικής είναι ήδη παρόντα στην κλασική γλώσσα.
Το λεξικό τού T.G. Tucker, Etymological Dictionary of Latin (Halle 1931) περιέχει πεπαλαιωμένες ετυμολογικές αναγωγές. Αξεπέραστα στο είδος τους παραμένουν το Dictionnaire étymologique de la langue latine (Paris 1959, δ΄ έκδ.) των A. Ernout & A. Meillet και το νεότερο Etymologisches Wörterbuch der lateinischen Sprache (Heidelberg 1973) των J.B. Hofmann & F. Walde, τα οποία περιέχουν τις πλέον έγκυρες ετυμολογικές αναλύσεις. Από τις νεότερες συγκριτικές γραμματικές η πιο αξιόλογη είναι του A.L. Sihler, New Comparative Grammar of Greek and Latin (Oxford 1995), η οποία εστιάζει κυρίως στην κλασική Λατινική.
Το κλασικό λεξικογραφικό έργο τού W. von Wartburg, Französisches Etymologisches Wörterbuch (1928-) αποτελεί τεράστιο εγχείρημα, που δυστυχώς έμεινε ανολοκλήρωτο και αποσκοπούσε στην εξαντλητική πραγμάτευση γαλλικών και διαλεκτικών λέξεων, με πλήθος πληροφοριών για την εξέλιξη του λεξιλογίου τής δημώδους Λατινικής. Τέλος, το Dizionario Etimologico della Lingua Italiana των M. Cortelazzo & P. Zolli (Bologna 1999, β΄ έκδ.) περιέχει πλούτο πληροφοριών για τις ιταλοδυτικές γλώσσες και αναδιφά επίσης την ιστορία των λεξικών σημασιών.
[Επεξεργασία] Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- An Introduction to Vulgar Latin υπό C.H. Grandgent
- Latin at the End of the Imperial Age υπό Dag Norberg
- Latin Vulgate Η δημώδης Λατινική και οι αγγλικές μεταφράσεις τής Βίβλου
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία
- Κονομής, Ν. 2003: Από την Ιστορία τής Λατινικής Γλώσσας, Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων.
- Kramer, Johannes 2003: "III. Ιστορία της λατινικής γλώσσας", στο: Fritz Graf (εκδ.), Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τόμος Β’, Ρώμη, μεταφρ.-επιμ. Δημήτρης Ζ. Νικήτας, Αθήνα: Παπαδήμας, σ. 129-180 (Μόναχο – Λειψία 1997)
- Allen, W.S. 1965: Vox Latina. A guide to the pronunication of Classical Latin. Cambridge.
- Battisti, C. 1950: Avviamento allo studio del Latino volgare. Bari.
- Buck, C.D. 1933: A comparative grammar of Greek and Latin. Chicago.
- Collart, J. 1966: Histoire de la langue latine. Paris.
- Cremaschi, G. 1959: Guida allo studio del latino medievale. Padova.
- Da Silva Neto, S. 1957: Historia do latim vulgar. Rio de Janeiro.
- Eisenhut, W. 1959: Die lateinische Sprache. München.
- Ernout, A. 1953 (3η έκδ.): Morphologie historique du latin. Paris.
- Kieckers, E. 1930-1: Historische lateinische Grammatik mit Berücksichtigung des Vulgärlateins und der romanischen Sprachen. τόμ. 1-2. München.
- Maurer, Th. H. 1959: Gramática do latim vulgar. Rio de Janeiro.
- Meillet, A. 1952 (6η έκδ.): Esquisse d’une histoire de la langue latine. Paris.
- Pariente, A. 1949: Estudios de fonética y morfología latina. Salamanca.
- Pisani, V. 1962: Storia della lingua Latina, τόμ. 1. Torino.
- Souter, A. 1949: A glossary of later Latin to 600 A.D. Oxford.
- Stolz, F., A. Debrunner, W.P. Schmid 1966 (4η έκδ.): Geschichte der lateinischen Sprache. Berlin.
- Tagliavini, C. 1962 (3η έκδ.): Fonetica e morfologia storica del Latino. Bologna.
- Vosler, K. 1955: Einführung ins Vulgärlatein. München.
[Επεξεργασία] Σχετικά άρθρα
Περίοδοι της Λατινικής | |||||
---|---|---|---|---|---|
—75 π.Χ. | 75 π.Χ. – 1ος αι. | 2ος – 8ος αι. | 9ος – 15ος αι. | 15ος – 17ος αι. | 17ος αι. – σήμερα |
Παλαιά Λατινική | Κλασική Λατινική | Δημώδης Λατινική | Μεσαιωνική Λατινική | Ουμανιστική Λατινική | Νεολατινική |