Κόππα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το κόππα (Ϟ,ϟ) είναι γράμμα των πρώιμων ελληνικών αλφαβήτων μεταξύ του π και του ρ, που ισοδυναμούσε ηχητικά με το κ. Ενώ το γράμμα κάππα χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική για να δηλώσει στη γραφή, ως τα μέσα περίπου του 6ου π.Χ. αιώνα το άηχο κλειστό ουρανικό σύμφωνο που προφέρουμε λ.χ. στα νεοελληνικά κυρία - και, την ίδια περίοδο για την απόδοση του άηχου κλειστού υπερωικού συμφώνου πρό των ο και υ, αυτού που προφέρουμε σήμερα στις λέξεις κόσμος -ακούω χρησιμοποιήθηκε το γράμμα κόππα (Ϟ). Έτσι στα αρχαϊκά ελληνικά αλφάβητα βρίσκουμε να γράφονται ΔΙΚΕ (=δίκη), ΚΑΛΟΣ(=καλός), ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ(=Αλκιβιάδης), αλλά ΚΑϞΟΣ (=κακός), ϞΟΡΕ(=κόρη), ΛΕϞΥΘΟΣ(=λήκυθος), ϞΟΡΙΝΘΟΣ(=Κόρινθος).
Φωνολογικώς η χρήση δύο διαφορετικών φωνημάτων στις αρχαϊκές, κυρίως, επιγραφές σημαίνει ότι το φωνολογικό σύστημα της Ελληνικής διέθετε δύο αλλόφωνα του κ: ένα ουρανικό και ένα υπερωικό, κάτι αντίστοιχο δηλαδή στην προφορά -αλλά όχι στη γραφή- με αυτό που συμβαίνει στη νέα Ελληνική. Η γενικευμένη χρήση ενός μόνο κ (του κάππα) από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα σημαίνει είτε ότι η διαφορά αυτή στην προφορά έπαψε από τότε να υπάρχει είτε ότι έπαψε απλώς να δηλώνεται στη γραφή.
Ενώ για τη γραφή λέξεων χρησιμοποιήθηκε η μορφή του αρχαϊκού κόππα ( Ϙ ϙ ), στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης το κόππα χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα με τη μορφή του κεραυνόμορφου κόππα ( Ϟ ϟ )για να δηλώσει τον αριθμό 90.
Στο λατινικό αλφάβητο το γράμμα κόππα αντιστοιχεί στο γράμμα Q.
Η παροιμία "Οὐδὲ κόππα γιγνώσκων" λέγονταν για εντελώς αδαή άνθρωπο.