Για, βι ελσκέρ ντέτε λάντετ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
To Για, βι ελσκέρ ντέτε λάντετ είναι ο εθνικός ύμνος της Νορβηγίας. Στη πρώτη στροφή παρουσιάζει το φυσικό -κυρίως- περιβάλλον της χώρας. Στη δεύτερη, ξεκινά μια ιστορική αναδρομή σε προσωπικότητες χρονικά μέχρι και τον Sverre Sigurdsson, γνωστό για την εναντίωσή του στον Πάπα της Ρώμης, εντασσόμενο πιθανώς στην αντικληρικαλιστική περίοδο του Bjørnson. Στην τρίτη μιλάει για στρατιωτικά κατορθώματα αγροτών και γυναικών (μεταξύ άλλων). Στην τέταρτη παρουσιάζει τους χωρικούς να προτιμούν να καίνε τις περιουσίες τους παρά να τις παραδίδουν σε εισβολείς. Στην πέμπτη υμνεί την ελευθερία που γεννήθηκε επιτέλους γι' αυτούς μετά από δύσκολους καιρούς, καθώς εκείνη την εποχή η χώρα τελούσε σε καθεστώς προσωπικής ένωσης με το θρόνο της Σουηδίας Στην έκτη ισχυρίζεται πως ο εχθρός πέταξε μόνος του το όπλο διότι ήταν αδελφός τους και ότι τώρα πλέον τα τρία αδέλφια στέκουν ενωμένα. Τα τρία αδέλφια είναι η Δανία, η Σουηδία και η Νορβηγία.Πρόκειται για αναφορά στο κίνημα πανσκανδιναβισμού που καλλιεργήθηκε ανάμεσα στους δύο πολέμους των δουκάτων, αν και επισήμως η Σουηδία μάλλον κρατούσε απομονωτική πολιτική. Το κίνημα ήταν πιο πολύ ισχυρό στους κύκλους των φοιτητών και διανοουμένων[1]. Στην προτελευταία στροφή καλεί τους Νορβηγούς/Βόρειους Άνδρες να ευχαριστούν τον Μεγάλο Θεό τους που απομάκρυνε τις συγκρούσεις του παρελθόντος. Στην τελευταία, αφού αρχίζει με τους πρώτους στίχους που απαντώνται και στην πρώτη, διακηρύττει ότι ο αγώνας των προγόνων τους, τούς έδωσε τη νίκη και ο δικός τους θα διασφαλίσει την ειρήνη.
Σύγχρονη γλωσσικά απόδοση του εθνικού ύμνου (επίσημος ύμνος):
Ja, vi elsker dette landet,
som det stiger frem,
furet, værbitt over vannet,
med de tusen hjem.
Elsker, elsker det og tenker
på vår far og mor
og den saganatt som senker
drømme på vår jord.
Og den saganatt som senker,
senker drømme på vår jord.
Dette landet Harald berget
med sin kjemperad,
dette landet Håkon verget
medens Øyvind kvad;
Olav på det landet malte
korset med sitt blod,
fra dets høye Sverre talte
Roma midt imot.
Bønder sine økser brynte
hvor en hær dro frem,
Tordenskiold langs kysten lynte,
så den lystes hjem.
Kvinner selv stod opp og strede
som de vare menn;
andre kunne bare grede,
men det kom igjen!
Visstnok var vi ikke mange,
men vi strakk dog til,
da vi prøvdes noen gange,
og det stod på spill;
ti vi heller landet brente
enn det kom til fall;
husker bare hva som hendte
ned på Fredrikshald!
Hårde tider har vi døyet,
ble til sist forstøtt;
men i verste nød blåøyet
frihet ble oss født.
Det gav faderkraft å bære
hungersnød og krig,
det gav døden selv sin ære –
og det gav forlik.
Fienden sitt våpen kastet,
opp visiret for,
vi med undren mot ham hastet,
ti han var vår bror.
Drevne frem på stand av skammen
gikk vi søderpå;
nu vi står tre brødre sammen,
og skal sådan stå!
Norske mann i hus og hytte,
takk din store Gud!
Landet ville han beskytte,
skjønt det mørkt så ut.
Alt hva fedrene har kjempet,
mødrene har grett,
har den Herre stille lempet
så vi vant vår rett.
Ja, vi elsker dette landet,
som det stiger frem,
furet, værbitt over vannet,
med de tusen hjem.
Og som fedres kamp har hevet
det av nød til seir,
også vi, når det blir krevet,
for dets fred slår leir.
Το αυθεντικό ποίημα του Bjørnstjerne Bjørnson:
Ja, vi elsker dette landet,
som det stiger frem
furet, vejrbidt over vandet
med de tusen hjem, -
elsker, elsker det og tænker
på vor far og mor
og den saganat, som sænker
drømme på vor jord.
Dette landet Harald bjerged
med sin kjæmperad,
dette landet Haakon værged,
medens Øjvind kvad;
Olav på det landet malte
korset med sit blod,
fra dets høje Sverre talte
Roma midt imot.
Bønder sine økser brynte,
der en hær drog frem;
Tordenskjold langs kysten lynte,
så den lystes hjem.
Kvinder selv stod op og strede,
som de vare mænd;
andre kunde bare græde;
men det kom igjen!
Visstnok var vi ikke mange;
men vi strak dog til,
da vi prøvdes nogle gange,
og det stod på spil;
ti vi heller landet brændte,
end det kom til fald;
husker bare, hvad som hændte
ned på Fredrikshald!
Hårde tider har vi døjet,
blev tilsist forstødt;
men i værste nød blåøjet
frihed blev os født.
Det gav faderkraft at bære
hungersnød og krig,
det gav døden selv sin ære -
og det gav forlig.
Fienden sit våben kasted,
op visiret for,
vi med undren mod ham hasted;
ti han var vor bror.
Drevne frem på stand af skammen
gik vi søderpå;
nu vi står tre brødre sammen
og skal sådan stå!
Norske mand i hus og hytte,
tak din store gud!
landet vilde han beskytte,
skjønt det mørkt så ud.
Alt, hvad fædrene har kjæmpet,
mødrene har grædt,
har den Herre stille læmpet,
så vi vandt vor ret.
Ja, vi elsker dette landet,
som det stiger frem
furet, vejrbidt over vandet
med de tusen hjem.
Og som fædres kamp har hævet
det af nød til sejr,
også vi når det blir krævet,
for dets fred slår lejr.
[Επεξεργασία] Παραπομπές - σημειώσεις
- ↑ Πρόκειται για τα δουκάτα Σλέσβιχ-Χόλσταϊν. Η Δανία είχε σπεύσει να ζητήσει τη βοήθεια της Σουηδίας κατά τον πρώτο πόλεμο (1848-1851), αλλά η βοήθεια αυτή καίτοι εδόθη δεν ήταν κάτι επίσημο και χειροπιαστά ικανό. Αυτή η κίνηση όμως της Σουηδίας συσπείρωσε κυρίως τους φοιτητές και τον πανεπιστημιακό γενικά κόσμο σε ένα πανσκανδιναβικό κλίμα που κορυφώθηκε με μια συνδιάσκεψη φοιτητών απ' όλη τη Σκανδιναβία στην Ουψάλα, που κάλεσε για σκανδιναβική αδελφοσύνη και ενότητα, έναντι εξωτερικών εχθρών, δηλαδή τα Γερμανικά κράτη και τη Ρωσία