Κύριλλος ΣΤ΄
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Κύριλλος ΣΤ΄ (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Σερπεντζόγλου) ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλως μεταξύ των ετών 1813 και 1818.
Γεννήθηκε στην Ανδριανούπολη, όπου τελείωσε και το σχολείο. Τέθηκε υπό την προστασία του τοπικού Μητροπολίτη (και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη) Καλλίνικου, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο και τον προσέλαβε ως γραμματέα. Το 1801, όταν ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης, τον όρισε μέγα αρχιδιάκονο του Πατριαρχείου. Από τη θέση εκείνη ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αναδιοργάνωση της Πατριαρχικής Σχολής, η οποία τότε μεταφέρθηκε στο Κουρούτσεσμε.
Το Σεπτέμβριο του 1803 εξελέγη Μητροπολίτης Ικονίου, θέση στην οποία παρέμεινε για επτά χρόνια. Εκεί ανέπτυξε ιδιαίτερη δραστηριότητα για την ίδρυση σχολείων, την ενίσχυση απόρων μαθητών, τη διανομή βιβλίων και τη γενικότερη καλλιέργεια των γραμμάτων. Το 1810 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως. Στις 4 Μαρτίου 1813, μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Ιερεμία Δ΄, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ως Οικουμενικός Πατριάρχης, πέραν του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που έδειξε για την ανάπτυξη της παιδείας, ίδρυσε μουσική σχολή, αναδιοργάνωσε το νοσοκομείο του Γένους και εξέδωσε πολλά βιβλία, κυρίως θρησκευτικά. Εικάζεται ότι υπήρξε σύμβουλος της Φιλικής Εταιρίας. Εικάζεται επίσης ότι ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ τον ανάγκασε να παραιτηθεί, πράγμα το οποίο έγινε στις 13 Δεκεμβρίου 1818.
Μετά την παραίτησή του αποσύρθηκε στην Αδριανούπολη. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, το όνομά του συμπεριελήφθη στο διάταγμα του Σουλτάνου με το οποίο δινόταν η εντολή να εκτελεστούν περί τους 30 ιερωμένους και προύχοντες της Αδριανούπολης. Εκτελέστηκε δι' απαγχονισμού στην πύλη της Μητρόπολης και το σώμα του έμεινε κρεμασμένο τρεις ημέρες και κατόπιν ρίχτηκε στον ποταμό Έβρο. Αργότερα, το λείψανό του βρέθηκε από χωρικό και ετάφη. Ο τάφος του υπάρχει ακόμα μέχρι σήμερα σε αυλή σπιτιού στο χωριό Πύθιο, πλησίον του ποταμού Έβρου.