Αντιόχεια
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
- Για άλλες πόλεις με το όνομα Αντιόχεια δείτε Αντιόχεια (αποσαφήνιση).
Η Αντιόχεια η επί Δάφνη (ή επί Ορόντου) γνωστότερη ως Αντιόχεια η Μεγάλη ή απλά Αντιόχεια είναι πόλη της σημερινής Τουρκίας, με το όνομα Antakya. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του ποταμού Ορόντη και ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. από τον Σέλευκο Α' το Νικάτορα, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προς τιμή και μνήμη του πατρός του Αντίοχου. Η Αντιόχεια αναμφιβόλως υπήρξε το λίκνο του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, πόλη που αποτέλεσε το σταυροδρόμι των μεγάλων φιλοσοφικών ρευμάτων, με μεγάλη ανάπτυξη των γραμμάτων και των επιστημών. Υπήρξε η πόλη των εθνικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών αντιθέσεων, αλλά και των θεαμάτων, της πολυπολιτισμικότητος και των ακραίων εκφραστικών εκδηλώσεων. Πέρασε σταδιακά όμως στην παρακμή από τον 10 αιώνα λόγω των σφοδρών επιδρομών των κατακτητών, Αράβων και σταυροφόρων.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Γενικά
Η παρά τον Ορόντη ποταμό Αντιόχεια, πρωτεύουσα της αρχαίας Συρίας υπήρξε μία από τις πλέον μεγάλες και ενδοξότερες (ελληνικές) πόλεις της αρχαιότητας. Η συμβολή της στο παγκόσμιο πολιτισμό κρίθηκε ουσιώδης, από την ημέρα της κτίσεώς της, από τον ιδρυτή της μεγάλης Ελληνικής δυναστείας των Σελευκιδών, Σέλευκο τον Α΄, δηλαδή από το 300 π.Χ. μέχρι που η οριστική ηγεμονία του ελληνικού κόσμου πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, κατά τον 6ο αι. Επί 8 αιώνες, υπήρξε μαζί με την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου η μεγάλη Ελληνική μητρόπολη των τεχνών, των γραμμάτων, του ωραίου αλλά και του θορυβώδους κοινωνικού βίου. Αν και λίγο μικρότερη της Αλεξάνδρειας συνέβαλε το ίδιο στη λάμψη του Ελληνιστικού πολιτισμού των μεταλεξανδρινών χρόνων, στην κομψότητα και την ευμάρεια. Τα χαρακτηριστικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ακμής της, ήταν εκείνα που διακήρυξαν την αξία της πόλης αυτής, έτσι ώστε οι χαρακτηρισμοί της ως "Αντιόχεια η Μεγάλη", η "καλή", η "Θεούπολη", να το καταδεικνύουν και συνάμα να επιδεικνύουν το μέγεθος της συμβολής της στην παγκόσμια ιστορία.
Η μεγαλοπρέπεια και η ανάπτυξή της δεν έπαψαν και στις τρεις περιόδους της ιστορίας της, δηλαδή κατά την Ελληνιστική περίοδο (300 - 64 π.Χ.), τη Ρωμαιοκρατία (64 π.Χ. - 325) και τη Βυζαντινή εποχή 325 - 637), με αποτέλεσμα να διατηρούν τη λαμπρότητά της, σε περίοπτη μέχρι την πτώση της στην αραβική κυριαρχία.
[Επεξεργασία] Ιστορία της Αντιόχειας
[Επεξεργασία] Η Ίδρυση της Αντιόχειας
Η Αντιόχεια κτίσθηκε στην άνω Συρία, στη χώρα που έφερε το όνομα Σελευκίδα επί της αρχαίας οδού από Αλεξανδρέττα προς Δαμασκό. Βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την ακτή (120 στάδια), στις βόρειες πλαγιές του Σιλπίου Όρους, ακριβώς στο σημείο που ο ποταμός Ορόντης στρέφεται δυτικά, πλησίον της Αρχαίας Βέροιας (σημ. Αλέπο), στην Απάμεια Ηλιουπόλεως. Σε αυτό το σημείο διερχόμενος ο Μέγας Αλέξανδρος είχε αναγείρει βωμό προς τιμή του "Βοττιαίου Διός" και συνάμα μια μικρή πόλη (ακρόπολη) την Ημαθία, ενώ τη γύρω περιοχή ονόμασε Ολυμπιάδα τιμώντας έτσι το όνομα της μητέρας του. Κατά το Λιβάνιο, αυτή η ενέργεια αποτελεί και την αρχή του εποικισμού τηε. Κοντά στο βωμό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο στρατηγός Αντίγονος είχε ιδρύσει πόλη με το όνομα Αντιγόνεια, ενώ υπήρχαν και παλαιότερες ελληνικές αποικίες όπως η Ιάπολη και η γνωστή Pagus Bottia.
Το 300 π.Χ. περίπου ο Σέλευκος Α' ο Νικάτωρ ιδρύει στο σημείο του Βωμού την Αντιόχεια, μόλις μετά τη νίκη του στην Ιψώ. Κατά Ασιατική παράδοση το σημείο ίδρυσης προήλθε από χρησμό πού έλαβε ο Σέλευκος προς απαλλαγή αϋπνίας που τον βασάνιζε. Κατά την ελληνική παράδοση ο Σέλευκος Α΄ στην επιθυμία του να ιδρύσει μια μεγάλη πρωτεύουσα για τη χώρα του, προσέφερε θυσία προς το Δία στην Αντιγόνεια. Τότε ενεφανίσθει οιωνός, όταν αετός άρπαξε μέρος του θηράματος και το απέθεσε στο βωμό του Διός του Βοττίου, παρά το Σίλπιο όρος. Αυτό θεωρήθηκε αίσιος οιωνός, πείθοντας τον Σέλευκο για το σημείο ίδρυσης της νέας πόλης στη νότια όχθη του Ορόντη μέσα σε μια κοιλάδα, περιώνυμη στον αρχαίο κόσμο.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Αντιόχειας, ήταν Έλληνες, από την πλησιόχωρη Αντιγόνεια. Ο Βυζαντινός χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας[1] διηγείται με αρκετή ακρίβεια ότι ο Σέλευκος μετοίκησε από την Αντιγόνεια 3.500 Αθηναίους και Μακεδόνες, καθώς και Κρήτες, Κυπρίους και άλλους Έλληνες από τα περίχωρα. Σε λίγο χρόνο προσήλθαν και άλλοι σύμμεικτοι κατά φυλή κάτοικοι από Συρία και περιοχές της ελληνικής ανατολής. Λόγω του μεγάλου αριθμού των Αθηναϊκής καταγωγής κατοίκων της πόλης, καθώς και της έντονης πνευματικής κίνησης, η πόλη αποκαλούνταν "Συριακές Αθήναις". Στις 22 του μηνός Αρτεμισίου (ήτοι Μαΐου) του 300 π.Χ. και κατά τη πρώτη ώρα (την ανατολή του ηλίου), ο Σέλευκος Α' σε επίσημη τελετή έθεσε τα θεμέλια της νέας πρωτεύουσας της Αντιόχειας χαράσσοντας τα θεμέλια του τείχους που ανήγειρε. Ταυτόχρονα κτίσθηκε ιερόν προς τιμή του "Βροττίου Διός" στήνοντας πλήθος κιόνων και αγαλμάτων αναμνηστικών, ενώ προ της πόλεως έστησε μέγα λίθινο αετό σε ανάμνηση του επί θυσίας συμβάντος οιωνού. Από τότε ο αετός καθίσταται το σύμβολο των Ελλήνων, αργότερα των Ρωμαίων και Βυζαντινών, εκτοπίζοντας σιγά σιγά εκείνο του λέοντα.
[Επεξεργασία] Η πόλη της Αντιόχειας
[Επεξεργασία] Σχέδιο πόλης
Η νέα πόλη άρχισε να αναπτύσσεται με ταχύτατο ρυθμό με δημιουργία τεσσάρων μεγάλων συνοικιών αποκαλούμενη έτσι και Αντιόχεια η Τετράπολη (Στράβων C 750). Οι 4 αυτές συνοικίες ήταν τόσο μεγάλες, ως πόλεις, που κάθε μία περιβαλλόταν από ίδιο τείχος και όλες μαζί επί Αντιόχου Δ' του Επιφανή από μέγα περίβολο τείχος. Για τη διαδρομή της περιφέρειας της Αντιόχειας απαιτείτο χρόνος πέντε ωρών, που συνάγει ότι ήταν μικρότερη μόνο από τη Ρώμη.
Η δεύτερη πόλη-συνοικία κτίσθηκε σχετικά γρήγορα από τον ίδιο το Σέλευκο τον Α', η τρίτη η λεγόμενη «νέα πόλη» από τον Σέλευκο τον Καλλίνικο (στο δεύτερο ήμισυ του Γ' αι. π.Χ.) επί της έναντι νησίδας εντός του Ορόντου ποταμού (κατά Λιβάνιο από τον Αντίοχο Γ' τον Μέγα) και η τέταρτη μετά ενάμιση αιώνα από τον Αντίοχο Δ' (τον Επιφανή) μεταξύ της πεδιάδας και της νότιας πλαγιάς του Σιλπίου όρους.
Στο κέντρο της επί της νήσου συνοικίας υπήρχε τετράγωνη στεγασμένη στοά με τέσσερις πύλες. Από το τετράπυλο αυτό ξεκίναγαν τέσσερις μεγάλοι οδοί με στοές – "έμβολοι" όπως τις ονόμαζαν οι βυζαντινοί, προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η προς Β. οδός οδηγούσε στα "παλάτια των Σελευκιδών" που κατείχαν σχεδόν το 1/4 της νήσου. Στη κεντρική πλατεία της όλης Αντιόχειας υπήρχε μέγας κίονας καλούμενος "ομφαλός της πόλης" όπου και η στήλη με χαραγμένο τον οφθαλμό (πιθανώς του Βασιλέως – νόμου για τη τήρηση της ευνομίας) που αργότερα από φαραωνικό έγινε θρησκευτικό σύμβολο.
Δια του κέντρου της πόλης από τη ΒΑ Πύλη προς τη ΝΔ περνούσε μεγαλοπρεπή οδός κοσμημένη με τέσσερις σειρές κιόνων "στοά τετράστιχος" μήκους 3 χλμ. Εγκάρσια δε αυτής άλλη οδός από τη πλαγιά του όρους προς νησίδα του Ορόντου χώριζε τη πόλη στις τέσσερις μεγάλες συνοικίες. Και οι δύο αυτοί οδοί που κτίσθηκαν από τον διάδοχο του Αυγούστου τον καίσαρα Τιβέριο ήταν "υπόφοροι" (στεγασμένοι) και "πανευπρεπείς" με κατά διαστήματα "τετράπυλα", διακοσμημένα με έργα χάλκινα και αγάλματα.
[Επεξεργασία] Μνημεία
Πολλά και ποικίλα μνημεία έκτισαν όλοι σχεδόν οι Σελευκίδες Βασιλείς, πολλοί Ρωμαίοι ακόμη και Βυζαντινοί Αυτοκράτορες που έδρευαν στη πόλη αυτή κατά τους πρώτους αιώνες (τον Δ' και Ε' αι.) και μετά τη κτίση της Κωνσταντινούπολης.
Ο Τιβέριος εκτός των άλλων κτισμάτων έκτισε μέγα Ναό προς τιμή του Διός του Καπιτωλίου, δημόσιο λουτρό παρά τη πηγή της Ολυμπιάδας, Ναό προς τιμή του Διονύσου, Θέατρο και μεγάλη δεξαμενή προς συλλογή κατερχομένων υδάτων και εξασφάλιση από πλημμύρες. Ενώ πολλά κτίσματα έγιναν και από άλλους Ρωμαίους Αυτοκράτορες ως και οι Έλληνες Βασιλείς.
Ο Αντίοχος Θ' ο Φιλοπάτωρ (τέλη του Β αι.) έκτισε παρά το Σίλπιο όρος Ιερό των Μουσών και Βιβλιοθήκη. Το Ιερό αυτό που συνδεόταν με τη Βιβλιοθήκη ήταν προφανώς το Μουσείο της Αντιόχειας εφάμιλλο του Αλεξανδρινού. Ο δε Αντίοχος ο Επιφανής εκτός του περιβόλου τείχους είχε κτίσει και το Βουλευτήριο καθώς και άλλα Ιερά.
Εγκώμια προς την Αντιόχεια έγραψαν ο Λιβάνιος, ο Μαρκελίνος "πόλη γνωστή στην οικουμένη", ο Μαλάλας ακόμη και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος
[Επεξεργασία] Προάστεια
Στη παγκόσμια φήμη της Αντιόχειας συνετέλεσαν και τα ωραία προάστιά της, μεταξύ δε αυτών ο Πλαταμών ( ή Πλάτανος - άσχετος με εκείνον προς τη Λαοδίκεια), στη προς Κιλικία οδό. Πλησίον του προαστίου αυτού ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ανακαίνισε παλαιά οδό σε μεγάλη αμαξήλατη κάνοντας εκβραχισμούς ορέων, - «και άπαντα νενικηκώς τα αμήχανα» (Προκόπιος – Περί κτισμάτων). Η Ηράκλεια ένα ακόμη προάστιο μεταξύ Αντιόχειας και Δάφνης. Το περιφημότερο όμως προάστιο ήταν η Δάφνη, (7 χλμ. δυτικά της Αντιόχειας με πλούσια νερά και πυκνόσκια δάση) της οποίας το όνομα είχε προστεθεί ως χαρακτηριστικό της κύριας πόλης, Αντιόχεια επί Δάφνης και λατινικά απλά Epidafne. Το προάστιο αυτό έκτισε ο ίδιος ο Σέλευκος ο Νικάτωρ συγχρόνως με την Αντιόχεια θυμίζοντας στους αρχαίους τα θεσσαλικά Τέμπη.
Η Δάφνη είχε αφιερωθεί στον Απόλλωνα τον Πύθιο, τον μυθολογούμενο πρόγονο των Σελευκιδών. Περίφημοι ναοί του Απόλλωνα, της Άρτεμης, της Αφροδίτης και της ελληνο-αιγυπτιακής θεάς Ίσιδας στόλιζαν τον εξαίσιο αυτό χώρο που συνάμα ήταν και άσυλο των καταδιωκομένων σε ανάμνηση της μυθικής νύμφης Δάφνης που καταδιωκόμενη από τον Απόλλωνα μεταμορφώθηκε σε θάμνο. Έτσι ώστε ο Τάκιτος (360) να χαρακτηρίζει τη πόλη "εντευκτήριο αποβλήτων συναναστροφών". Η ομορφιά όμως του γοητευτικού περιβάλλοντος συνέβαλε στα έκλυτα ήθη που έμειναν παροιμιώδη στους λαούς της δύσης ως "δαφνικά ήθη" .
Και όμως σ΄ αυτό τον ίδιο χώρο δημόσια εξαίρετα οικοδομήματα, λουτρά, παλάτια των Σελευκιδών Βασιλέων αλλά και Ρωμαίων και Βυζαντινών Αυτοκρατόρων με ανδριάντες παραπλεύρως των αγαλμάτων των Θεών αναδείκνυαν τον τόπο αυτό από τους ωραιότερους του τότε κόσμου. Οι Αντιοχείς πλούσιοι και λαός έτρεχαν για να διασκεδάσουν στους ονομαστούς αγώνες και στις ποικίλες εορτές της Δάφνης η ηχώ των οποίων διαδόθηκε για πολλούς αιώνες αφού εξακολουθούσαν και μετά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.
[Επεξεργασία] Κάτοικοι
Στην Αντιόχεια αμέσως μετά τη κτίση της και την ολοκλήρωση των τειχών άρχισαν να συρρέουν Έλληνες και εγχώριοι Σύριοι καθώς και από άλλες φυλές έτσι ώστε πολύ γρήγορα να γίνει τετράπολις ενώ ο πληθυσμός της άγγιζε τις 500.000 κατοίκους Πολλοί Ιουδαίοι εγκαταστάθηκαν ήδη από τον Σέλευκο Α' που τους έδωσε ίσα δικαιώματα με τους Έλληνες. Και έτσι εξηγείται η ταχεία διάδοση του Χριστιανισμού. Το κυρίαρχο όμως στοιχείο και στη διοίκηση και στο κοινωνικό βίο ήταν οι Έλληνες.
Οι κάτοικοι χωρίζονταν σε 18 φυλές - δήμους, με ιδιαίτερη διοίκηση έκαστος. Οι δήμοι συνέρχονταν εις εκκλησίες (συγκεντρώσεις) στα θέατρα και εκεί συζητούσαν ή έπαιρναν αποφάσεις για τις δημόσιες υποθέσεις. Εξ αυτού διαπιστώνεται ότι η Α. είχε μία άξιας λόγου κοινοτική ανεξαρτησία, όπως και οι άλλες ελληνικές πόλεις, η οποία διατηρήθηκε μέχρι τη πτώση της και που αποτελούσε το κάλλιστο τεκμήριο δύναμης του Ελληνισμού στην Ανατολή. Ονομαστή έμεινε η ομιλία της διερχόμενης από την Αντιόχεια Αυτοκράτειρας Αθηναΐδας στην εκκλησία του δήμου των Αντιοχέων.
Βέβαια αριθμητικά υπερίσχυαν οι Σύριοι με αποτέλεσμα ο ατομικός χαρακτήρας των Ελλήνων να αλλοιωθεί και η ανάμιξη αυτή να παράγει ένα νέο σύμμεικτο πληθυσμό ευκίνητο όμως και τρυφηλό όπως εκδηλωνόταν στο δημόσιο βίο. Από πολιτική άποψη οι Αντιοχείς διακρίνονταν για την αστάθειά τους, από θρησκευτικής για τον φανατισμό και τις δεισιδαιμονίες τους που οι ορμητικές διαθέσεις των τους παρέσυραν σε στάσεις και ακόμη σε εμφύλιες ταραχές. Από δε του κοινωνικού βίου ήταν περίφημοι θιασώτες αγώνων και διασκεδάσεων με πολυδάπανο βίο. Η εξαίσια Δάφνη καθημερινά δονούταν από πανηγύρεις δημόσιες και ιδιωτικές. Οι ηδυπαθείς Ρωμαίοι εδώ βρίσκανε τη "γη της επαγγελίας".
Με μια λέξη η Αντιόχεια δεν υστερούσε σε τίποτε στη διασκέδαση με αυτή των σύγχρονων κοσμοπόλεων. Καμία ίσως στη παγκόσμια ιστορία άλλη πόλη δεν γνώρισε τόση λαμπρότητα τελετών, στρατιωτικών παρελάσεων, δημόσιων δείπνων που έδιναν οι νικηφόροι Βασιλείς και στρατηγοί και με τόσες πολλές γιορτές, προϊόν του μεγάλου αριθμού των Ιερών. Διαπρεπείς έμειναν οι ορχηστρίδες, οι μίμοι κ.ά. καλλιτέχνες της Αντιόχειας. Η προς τις ηδονές όμως και τα θεάματα των κατοίκων κλίση ιστορικά δεν ήταν χυδαία, τουναντίον ήταν ανεπτυγμένη η χάρις και οι λεπτοί τρόποι συνδυαζόμενοι με εύθυμη σκωπτική διάθεση.
Τέλος ιστορικά οι Αντιοχείς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μάλλον ανυπότακτοι, ζηλωτές της ελευθερίας, φιλοτάραχοι, ηδυπαθείς και άστατοι. Εξεγέρθηκαν το 147 π.Χ. κατά του Αλέξανδρου Βάλα, στασίασαν το 129 π.Χ. κατά του Δημητρίου Β, όταν οι Σελευκίδες εξέπεσαν το 83 π.Χ. αυτοί άνοιξαν τις πύλες των τειχών στο Βασιλέα της Αρμενίας Τιγράνη, επεχείρησαν τη καθαίρεση του Αντίοχου ΙΓ' το 65 π.Χ., αντιστάθηκαν επιτυχώς της Ρωμαϊκής υποδούλωσης πετυχαίνοντας την αναγνώριση της "ελεύθερης πόλης" ως και τη διεξαγωγή 90 Ολυμπιάδων μετά την εξαγόραση του προνομίου από τους εν Ελλάδι Πισαίους. Το 387 εξεγέρθηκαν κατά του Τάκιτου επί φορολογίας. Μετά όμως από συνεχείς εμφύλιες έριδες και συντελουμένων σεισμών άρχισε και η δύση της Πόλης.
[Επεξεργασία] Κέντρο εμπορίου
Οι Σύριοι έμποροι, πράγματι υπήρξαν ονομαστοί κατά τους πριν και μετά Χριστό χρόνους. Ονομαστά ήταν τα είδη υφαντουργίας, λεπτοϋφαντά, υφάσματα πορφυρά, είδη υαλουργίας κ.ά. της Συρίας και μάλιστα της Αντιόχειας. Το διαμετακομιστικό εμπόριο σε αρώματα, μεταξουργία, πολύτιμους λίθους και μπαχαρικά υπήρξε τόσο έντονο που αργότερα αυτό προκάλεσε την αναζήτηση νέων θαλασσίων οδών και ανακαλύψεων. Σ΄ αυτό όμως συνέβαλε και η διάνοιξη ασφαλέστερων οδών από τους Σελευκίδες που προστάτευσαν οι Ρωμαίοι και διατήρησαν οι Βυζαντινοί παράλληλα με την άνθιση των θαλάσσιων μεταφορών.
Εξαιρετική υπήρξε ακόμη η ανάπτυξη της γεωργίας με πλήθος αρδευτικών έργων, δεξαμενών και τελειοποίησης μεθόδων της καλλιέργειας που αργότερα έμαθαν οι Άραβες και διέδωσαν στο μεταγενέστερο κόσμο. Στην εποχή εκείνη η Αντιόχεια υπήρξε το βασικότερο κέντρο του εμπορίου.
[Επεξεργασία] Γράμματα, Τέχνες
Παρά τον ηδυπαθή βίο των κατοίκων της, η Αντιόχεια είχε να επιδείξει πλήθος λογίων και σπουδαίων φιλελεύθερων ανδρών όπως καταμαρτυρεί ο Κικέρων eruditissimis hominibus liberalissimisque studiis affiuens. Ο Μαρκελίνος ο Λιβάνιος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτήν είχαν πατρίδα. Το χαρίεν και παιγνιώδες πνεύμα που διακρίνει γενικά τη λογοτεχνία της Ελληνιστικής περιόδου οφείλεται στη πόλη αυτή. Ακόμη και η λάμψη της χριστιανικής λογοτεχνίας οφείλει πολλά στην αγάπη των Αντιοχέων στα γράμματα και στη Βιβλιοθήκη των.
Αλλά και στις τέχνες η Α. υπήρξε κέντρο λαμπρότατο στη ελληνιστική και παλαιοβυζαντινή τέχνη. Από τους συνεχείς σεισμούς δεν υπάρχουν πολλά μνημεία, αλλά από τη λεπτή και πλούσια διακόσμηση και τη δομική μεγαλοπρέπεια εκείνων της Παλμύρας και της Ηλιούπολης ίσως μπορούμε ν΄ αντιληφθούμε τη λαμπρότητα της Αντιόχειας που εξιστορούν ο Παυσανίας και ο Μαλάλας και που βλέπουμε στα νομίσματα το πλήθος των αγαλμάτων και των κειμηλίων που στόλιζαν τη πόλη.
Σημαντική υπήρξε η μετά το "θρίαμβο της Εκκλησίας" περίοδος όπου μια ανάμειξη Ελληνισμού, Χριστιανισμού και Ανατολής δημιουργούν νέα μορφή τέχνης όπου η Α. πρωτοστατεί και δεν είναι άλλη από αυτή που αργότερα ονομάστηκε βυζαντινή. Η Ελληνο-συριακή αρχιτεκτονική και μικροτεχνία δεσπόζουν. Κατά το Δ' και Ε' αι. η τέχνη αυτή συναρπάζει ακόμη και τους Αυτοκράτορες από τον Μέγα Κωνσταντίνο μέχρι τον Θεοδόσιο που διαμένουν και εδρεύουν στη πόλη αυτή κτίζοντας πολυπληθή και μεγαλοπρεπή οικοδομήματα. Μεταξύ άλλων η περίφημη οκτάγωνη Εκκλησία, η "χρυσή εκκλησία" που έκτισε ο Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας το 333 , μοναδική στο κόσμο για το μέγεθος και το κάλλος της (κατά Ευσέβιο) με ευρείς στοές, υψηλούς ορόφους και επένδυση χρυσών πλακών. Εύλογος λοιπόν ο χαρακτηρισμός "Θεούπολις" και ως η πρώτη χριστιανική μητρόπολη.
"Βασίλισσα της Ανατολής" (κατά τον Mgr Duchesne) η Αντιόχεια υπήρξε σπουδαία πνευματική και καλλιτεχνική πηγή της οποίας το νάμα διέρρευσε στη Κωνσταντινούπολη, παραμένουσα ηγεμονική μητρόπολη στη μόρφωση του μεσαιωνικού ελληνισμού.
[Επεξεργασία] Ιστορία πόλεως
Η Ιστορία της Μεγάλης (αν όχι της Μεγίστης) Αντιόχειας της οποίας το όνομα έφερε όλη η γύρω περιοχή, Αντιοχίς ή Αντιοχίδα, αποτελεί ένα σημαντικό μέρος στη πορεία της ανθρωπότητας εκ των πολλών γεγονότων που συνέβησαν σ΄ αυτή.
Τέσσερις περίοδοι της παγκόσμιας Ιστορίας (η Ελληνιστική, η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή και η ακόμη Μεταβυζαντινή) είχαν κέντρο ή παράκεντρο των ιστορικών εξελίξεων τους αυτή τη πόλη και που όμως, η κάθε μία, δεν τη στέρησαν από ξεχωριστή κάθε φορά περίλαμπρη δόξα.
Τρεις μεγάλοι πολιτισμοί ο Ελληνικός, ο Αιγυπτιακός και ο Ασιατικός, πίσω από τις όποιες σχετικές αναστατώσεις στη περιοχή, συμπλέκονται για πρώτη φορά σ΄ αυτή τη πόλη τόσο ομαλά έτσι ώστε ο ένας καλύπτοντας τα όποια κενά του άλλου κατάφεραν να δημιουργήσουν το υπόβαθρο εκείνο του νέου πολιτισμικού κληροδοτήματος στο παγκόσμιο πολιτισμό, που αργότερα θα λάβει το όνομα Ελληνιστική Περίοδος ή πρώιμος Βυζαντινός πολιτισμός. Ένα ακριβώς παρόμοιο φαινόμενο που συνέβη και στην "εξέλιξη" αλλά και εδραίωση της νέας Θρησκείας, του Χριστιανισμού.
Η αναφορά στο μεγάλο ιστορικό αυτό πλούτο και δόξα της Α περιλαμβάνεται στο επιμέρους άρθρο Ιστορία της Αντιόχειας (της Μεγάλης).
[Επεξεργασία] Πατριαρχείο
Ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας της Α αποτελεί και ο θρησκευτικός παράγοντας. Με τόσο πλούτο αρχαίων Ιερών και Ναών, ίσως και η μοναδική πόλη αφιερωμένη σε τέσσερις θεούς, ήταν φυσικό επόμενο να παραμένει για πολλούς αιώνες αλλά και να εξελίσσεται σε μέγα θρησκευτικό κέντρο καταλήγοντας στην επωνυμία Θεούπολις.
Ακριβώς όπως στη πολιτισμική της έτσι και στη θρησκευτική της διαδρομή, η Αντιόχεια, "δέκτης" των μεγαλυτέρων Θρησκειών του τότε κόσμου εξελίχθηκε στη συνέχεια σε μέγα θεολογικό φάρο. Τρεις Θρησκείες: η Ανθρωπόμορφη Ιδεατή Δωδεκάθεη εκείνη των Ελλήνων, (στηριζόμενη στην ελεύθερη αλληγορική σκέψη και στο δέος των συμπερασμάτων αυτής), ο Μιθραϊσμός (ή Ζωροαστρισμός) στην Ασία, (στηριζόμενος περισσότερο στη καταγραφή των φυσικών φαινομένων και το σεβασμό προς αυτά) και ο Μεσσιανισμός των Ιουδαίων (ή Ιουδαϊσμός), (στηριζόμενος κυρίως στο φόβο και το τρόμο του αγνώστου) με κάποια σπέρματα Φαραωνικά, κατάφεραν και δημιούργησαν εκείνο το αναγκαίο "εξελικτικό" υπόβαθρο της νέας πλέον θρησκείας, του Χριστιανισμού. Αυτό που θα επαναληφθεί για ακόμη μια φορά, στη στήριξη της πιο νεότερης θρησκείας, του Μουσουλμανισμού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύμμειξης των παραπάνω θρησκειών αποτελεί η «σπηλαιο-θεο-γέννηση», τόσο του Διός, όσο και του Μίθρα και που μυθολογούμενη (= προφορικά εξιστορούμενη) πέρασε και στη γέννηση του Θεανθρώπου, στους θρησκευτικούς ύμνους του Χριστιανισμού, με κάποιες προσθήκες εκ του Ιουδαϊσμού (π.χ. « …παιδίον νέον» -προφητεία της Π.Δ.). Και είναι τόσο χαρακτηριστικό αφού πουθενά δεν αναφέρεται το «σπήλαιο» στα κείμενα των ιερών Ευαγγελίων.
Άλλα επίσης παραδείγματα είναι οι ονομασίες των χριστιανικών εορτών στο πληθυντικό κατ΄ απομίμηση εκείνων των Ελλήνων (Χριστούγεννα, Θεοφάνια, Εισόδια κλπ – Διονύσια, Ελευσίνια, Παναθήναια κλπ), η μεταφορά περικοπών αρχαίων ύμνων (π.χ. «Ώ γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατό μου τέκνο» των Ελευσίνιων πέρασε αυτούσιο στη γ’ στάση των Εγκωμίων της Μ. Παρασκευής) ή μεταφορά ύμνων τροποποιημένων όπως εκείνος του Απόλλωνα και που μετονομάστηκε ως Επιλύχνιος ύμνος - ο αρχαιότερος ύμνος του Χριστιανισμού, γνωστότερος ως «Φώς ιλαρόν …») κλπ. για να καταλήξει (η σύμμειξη αυτή) στη «συνέχεια της ιερότητας των τόπων» με την ανέγερση των νέων ναών επί των αρχαίων και πολλές φορές με τα ίδια «ιερά» δομικά υλικά.
Η αναφορά στην εκκλησιαστική ιστορία της Αντιόχειας με το αποτέλεσμα της σύμμειξης των παραπάνω θρησκειών γίνεται στο επιμέρους άρθρο Εκκλησία της Αντιόχειας
[Επεξεργασία] Αντάκια
[Επεξεργασία] Δείτε επίσης
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία
- Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Αντιοχείας, Αλεξάνδρεια 1951