Μιθραϊσμός
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μέσω των ζωροαστρικών επιρροών στην ανατολική Μεσόγειο κατά τον πρώτο αιώνα π. χ. εμφανίστηκε, και άρχισε γρήγορα να εξαπλώνεται σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η εξελληνισμένη ζωροαστρική εκδοχή των μεσογειακών Μυστηρίων ονόματι μιθραϊσμός, η οποία ενσωμάτωνε παμπάλαιες ιρανικές παραδόσεις. Η νέα λατρεία στο ρόλο της λυτρωτικής θεότητας τοποθετούσε το Μίθρα και αντλούσε την υποτιθέμενη καταγωγή της από τη θρυλική σοφία του Ζωροάστρη. Στην πραγματικότητα όμως ο Μίθρας αυτός δεν προερχόταν άμεσα από την ομώνυμη περσική θεότητα αλλά από το συγκρητικό Μίθρα του μεικτού ελληνοϊρανικού πάνθεου της Κομμαγηνής και του Πόντου, όπου ανατολίτικα και ελληνικά στοιχεία συνυπήρχαν αρμονικά κατά το δεύτερο και πρώτο αιώνα π. Χ, ο οποίος ταυτιζόταν παράλληλα και με την αρχαϊκή ελληνική ηλιακή θεότητα του Ήλιου.
Ο εκρωμαϊσμός του περσικού Μίθρα προκάλεσε τροποποιήσεις στη μυθολογία του με αποτέλεσμα οι μυστηριακοί μιθραϊκοί μύθοι να διαφέρουν έως ένα σημείο από τους πρωτότυπους ζωροαστρικούς. Ο μιθραϊσμός εξαπλώθηκε αρχικά στους πειρατές της Κιλικίας και ακολούθως μεταξύ των ρωμαϊκών λεγεώνων του Πομπήιου οι οποίες, έως τα τέλη του πρώτου αιώνα π. Χ., τον είχαν διαδώσει σε όλες τις συνοριακές επαρχίες της Αυτοκρατορίας (ιδιαιτέρως στις παραδουνάβιες). Στην εποχή του Κόμοδου πλέον ήταν η πιο διαδεδομένη λατρεία στους κόλπους του ρωμαϊκού Στρατού ενώ είχε ευρεία απήχηση και στις τάξεις των αρρένων δούλων. Η ρωμαϊκή μιθραϊκή θρησκεία είχε μιλιταριστικό και ανδροκρατούμενο χαρακτήρα ενώ μεγάλη μυστικότητα περιέβαλλε ακόμα και τα εξωτερικά της Μυστήρια. Σε αντίθεση με άλλες λατρείες της εποχής, αλλά κατ’ αντιστοιχία με παλαιότερα Μυστήρια όπως τα Ελευσίνια, δε βασιζόταν σε ιερές Γραφές αλλά σε προφορικές παραδόσεις και τελετουργίες. Οι τελευταίες λάμβαναν χώρα σε κατάλληλα προσαρμοσμένα σκοτεινά σπήλαια, τα οποία συμβόλιζαν το υλικό Σύμπαν, ή υπόγεια κτίσματα που μιμούνταν φυσικά σπήλαια («μιθραία»).
Ο μιθραϊσμός έδινε έμφαση στην αστρολογία και στη διαδοχή των αστρολογικών Εποχών ενώ τα φανερά του Μυστήρια θεωρούσαν το Μίθρα υπεύθυνο για τις ουράνιες κινήσεις και την αντικατάσταση της αστρολογικής Εποχής του Ταύρου από την αστρολογική Εποχή του Κριού, μία μετάβαση η οποία είχε λάβει χώρα περίπου δύο χιλιετίες πριν τους ρωμαϊκούς χρόνους, με αποτέλεσμα διαδεδομένες στους τόπους λατρείας συμβολικές ζωγραφικές αναπαραστάσεις του Μίθρα να θανατώνει έναν ταύρο, παραστάσεις που υπαινίσσονταν τον εσωτερικό μυστικιστικό θάνατο και αναγέννηση του μυημένου στα Μυστήρια. Έτσι ο μιθραϊσμός πρωτοτυπούσε αντικαθιστώντας ουσιαστικά τη θνήσκουσα και αναστημένη μυστηριακή θεότητα με ένα ζωικό σύμβολο, τον ταύρο, ο οποίος θυσιαζόταν μυθολογικά από τη λυτρωτική ηλιακή θεότητα, το Μίθρα, για να προκύψει από το αίμα του η «ανάσταση / αναγέννηση» (της φύσης αλλά και του μυούμενου, σύμφωνα με την πολυεπίπεδη ερμηνεία των εξωτερικών μεσογειακών Μυστηρίων). Αυτή η πρωτοτυπία οφειλόταν στις προϋπάρχουσες περσικές και ζωροαστρικές παραδόσεις οι οποίες επιχειρήθηκε να προσαρμοστούν όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα στις τυπικές μυστηριακές αλληγορίες. Όπως στις περισσότερες μυστηριακές λατρείες, έτσι και στα μιθραία λάμβανε χώρα μία εκδοχή της τελετουργίας της θείας κοινωνίας όπου οι οπαδοί έτρωγαν και έπιναν πρόσφορα τα οποία συμβόλιζαν τη ζωοποιό και φωτεινή ουσία του ιερού θυσιαζόμενου ταύρου.
Ο μιθραϊσμός είχε υιοθετήσει και εξελίξει στοιχεία από το ζωροαστρισμό ακόμα και αν δεν ήταν πάντα συμβατά με τα εξελληνισμένα μεσογειακά Μυστήρια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής. Τόνιζε τη δυϊστική μεταφυσική διαμάχη Καλού και Κακού η οποία εκφραζόταν ως διαπάλη πνεύματος και ύλης, ενώ ενέτεινε τη χρήση υπόγειων σπηλαιωδών σχηματισμών ως κεντρικών λατρευτικών χώρων. Η αρχαία παράδοση της περσικής θρησκείας διατηρούνταν ακόμα μέσω της εξευμενιστικής λατρείας του Αριμάν, του πανίσχυρου και επίφοβου ζωροαστρικού θεού του Κακού. Επίσης ορισμένες τελετουργίες διέθεταν έναν «άκομψο» αιματηρό χαρακτήρα ή ενσωμάτωναν ήπια ψυχολογικά βασανιστήρια για τους μυούμενους, όλα στοιχεία αρχαϊκής ιρανικής καταγωγής, ενώ η έμφαση που έδιναν οι μυθικοί συμβολισμοί στην αστρολογική σημειολογία προερχόταν άμεσα από την ύστερη Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Η περσική ηλιακή θεότητα, η οποία στο ζωροαστρισμό συνεπικουρούσε το Μίθρα, ως τον τρίτο αιώνα μ. Χ. σταδιακά είχε ταυτιστεί με το μυστηριακό Μίθρα και με άλλες μεσογειακές ηλιακές θεότητες σε ένα κλίμα τυπικού συγκρητισμού.
Ο μιθραϊσμός ήταν αυστηρώς ιεραρχημένος σε επτά βαθμίδες μύησης οι οποίες αντικατόπτριζαν τα επτά ουράνια σώματα του Ηλιακού Συστήματος. Στη χαμηλότερη βαθμίδα τοποθετούνταν οι νεοπροσύλητοι οπαδοί και στην υψηλότερη οι τελειοποιημένοι ιεροφάντες. Η πρόοδος διαμέσου των βαθμίδων ήταν εφικτή με τη βοήθεια ενδοσκόπησης και διαλογισμού, ενώ η ισχύς του ιερατείου ήταν περιορισμένη καθώς ο ρόλος του ήταν μόνο μυητικός. Η έκτη βαθμίδα μύησης, αυτή του Ηλιοδρόμου, σήμαινε εισχώρηση στα εσωτερικά Μυστήρια του Μίθρα και έναρξη της πορείας του μυούμενου προς την ταύτιση με το Μίθρα-Ήλιο. Από εκεί κι έπειτα έμενε για τον οπαδό μόνο μία ακόμα ανώτατη βαθμίδα μύησης, αυτή του Πατρός, με την είσοδο στην οποία εισέδυε «μαζί με το Μίθρα» στον «ουρανό» για να αγγίξει την ύψιστη κοσμική σφαίρα του «αιωνίου φωτός», του Ενός Θεού ο οποίος ταυτιζόταν με το ζωροαστρικό Αχούρα Μάζδα. Οι Πατέρες αντιλαμβάνονταν την αληθή φύση τους ως αυτή του Μίθρα / Ήλιου, οπότε η μιθραϊκή μυθολογία παρουσίαζε το Μίθρα να αναλαμβάνεται στον «ουρανό» μετά το πέρας των ηρωικών και σωτηριολογικών κατορθωμάτων του, υπαινισσόμενη έτσι την αναμενόμενη μυστικιστική πορεία του οπαδού.
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία και Πηγές
- Τα μυστήρια του Μίθρα, Κωνσταντίνος Τσοπάνης - Δόκτωρ Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=33