Ταϊλανδέζικη κουζίνα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με τον όρο Ταϊλενδέζικη κουζίνα αναφερόμαστε σε όλα τα εδέσματα και τις πρακτικές μαγειρικής που συνδέονται με την Ταϊλάνδη.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Ιστορία
Πολλοί είναι οι λόγοι που οδήγησαν την Ταϊλάνδη στην ανάπτυξη και τελειοποίηση της μαγειρικής της παράδοσης, με βασικότερο το γεγονός ότι υπήρξε η μόνη χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας που σώθηκε από την επιβολή ανοιχτής αποικιοκρατίας, χάρη στην «επιδέξια» πολιτική των Βασιλιάδων της που υπέγραψαν εμπορικές συμφωνίες με τους Ευρωπαίους. Άλλος επίσης σημαντικός παράγοντας υπήρξε η κοινωνική συνοχή της λόγω της Βουδιστικής θρησκείας (94% του πληθυσμού της) και της Μοναρχίας.
Η εισβολή της ταϊλανδέζικης κουζίνας στις αγγλόφωνες χώρες έγινε αισθητή τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Η ταχύτατη εξάπλωσή της οφείλεται όχι μόνον στην ποιότητα της αλλά και στο επιχειρηματικό δαιμόνιο των Ταϊλανδών.
[Επεξεργασία] Οικονομία – Γεωγραφική Θέση
Συνδυάζοντας τα χαρακτηριστικά αυτά μαζί με την εγχώρια παραγωγή αγροτικών προϊόντων η Ταϊλάνδη κατόρθωσε να δημιουργήσει μια υψηλή και ιδιαίτερα ανεπτυγμένη γαστρονομική παράδοση. Η γεωγραφική της θέση επίσης, έδωσε στην Ταϊλανδέζικη κουζίνα μια μεγάλη ποικιλία εδεσμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της κινεζικής επιρροής που δέχθηκε.
Η πλειοψηφία του πληθυσμού της ασχολείται με τη γεωργία ενώ το ρύζι αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομίας της. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2003 κατέλαβε την 6η θέση μεγαλύτερης παραγωγού χώρας ρυζιού (27 εκατ. τόνοι)
[Επεξεργασία] Προϊόντα
Εκτός από το ρύζι, το ζαχαροκάλαμο (74 εκατ. τόνοι το 2003), το καλαμπόκι, το σιτάρι, η ταπιόκα και ο ανανάς αποτελούν τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα της Ταϊλάνδης, όπως η σόγια και το σουσάμι. Η αλιεία, η πτηνοτροφία και η κτηνοτροφία αποτελούν επίσης σημαντικό, αλλά όχι πρωτεύοντα ρόλο, στην ανάπτυξη της οικονομίας της.
[Επεξεργασία] Γεύση
Σε ένα ταϊλανδέζικο εστιατόριο εκτός από χοιρινό, κοτόπουλο και ψάρι, μπορεί να γευθεί κανείς νουντλς και ντάμπλινγκ φτιαγμένα από ρυζάλευρο, πικάντικες σάλτσες (ντιπ), αρωματισμένες με φρέσκο κορίανδρο, σκόρδο, τζίντζερ, γκαλανγκάλ, χυμό μοσχολέμονου (λάιμ) και πολλά άλλα.
Μετά το φαγητό ακολουθεί συνήθως κάποιο φρέσκο εξωτικό φρούτο όπως το μάνγκο.
[Επεξεργασία] Πηγές
- Oxford Companion to Food - Oxford University Press, 2006, ISBN 0192806815
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Larousse - Britannica, Αθήνα 2007, τόμος 49, ISBN 9789606715204
- Larousse Gastronomique, Larousse - Bordas, Paris 1998, ISBN 2035073006
- The Gourmet Atlas, Apple Press, London 1998, ISBN 1850769184