Ρωμαϊκή θρησκεία
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ως ρωμαϊκή θρησκεία ορίζουμε το ετερογενές σώμα δοξασιών, αντιλήψεων και λατρευτικών πρακτικών που εξασκούνταν στο ρωμαϊκό κράτος κατά την Αρχαιότητα.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Απαρχές
Η ρωμαϊκή θρησκεία, έχοντας δεχτεί ισχυρές ετρουσκικές και ελληνικές επιρροές, ήταν μία πολυθεϊστική τυπολατρική αστική θρησκεία η οποία επικεντρωνόταν στην εξασφάλιση της εύνοιας των θεών, τόσο σε οικογενειακό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, μέσω της προσκόλλησης σε παραδοσιακές λατρευτικές τελετουργίες (θυσίες, προσευχές, ύμνους, αργίες, αθλητικούς αγώνες) τις οποίες χρηματοδοτούσαν το κράτος και οι ευκατάστατες κοινωνικές ομάδες. Το πάνθεον έμοιαζε με το αντίστοιχο των ελληνικών πόλεων-κρατών, με ορισμένες μόνο ουσιαστικές διαφορές στις ιδιότητες της κάθε θεότητας και στις όψεις του κόσμου ή στις δραστηριότητες τις οποίες αυτή ρύθμιζε. Αρχικώς βέβαια δεν ήταν ανθρωπομορφικό πάνθεον ούτε υποστηριζόταν από εκτενείς μυθολογικές αφηγήσεις, αλλά με το πέρασμα του χρόνου υιοθετήθηκαν πλήρως οι ελληνικοί μυθικοί κύκλοι και οι ιστορίες για τους αντίστοιχους θεούς.
Στόχος της λατρείας ήταν η εξευμένιση των θείων δυνάμεων και ο «συνεταιρισμός» μαζί τους για τη διασφάλιση της επιτυχίας σε κάποιο εγχείρημα. Επικρατούσε η αντίληψη ότι ο κόσμος, οι θεότητες και οι άνθρωποι υπήρχαν ανέκαθεν και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι ήταν που επέλεξαν, όταν ίδρυσαν την πόλη τους, να «συνεταιριστούν» με συγκεκριμένους θεούς τους οποίους από εκεί κι έπειτα τιμούσαν. Για τον λόγο αυτόν οι Ρωμαίοι δεν επιχείρησαν ποτέ να εμφυτεύσουν το θρησκευτικό εορτολόγιο, τις παραδόσεις και το πάνθεον τους στις ιταλικές πόλεις που έπεσαν υπό την επιρροή τους, θεωρώντας την αστική λατρεία τους καθαρά ρωμαϊκή υπόθεση. Για το επίσημο κράτος η ύπαρξη των θεών, και μάλιστα όχι μόνο αυτών που λατρεύονταν στη Ρώμη, ήταν δεδομένη στο πλαίσιο μίας ανιμιστικής καταγωγής αντίληψης περί παρουσίας εκατοντάδων θείων πνευμάτων σε ιερούς τόπους, σε ιερά ζώα, σε φυσικά φαινόμενα ή ακόμα και σε αφηρημένες έννοιες. Η ρεπουμπλικανική πολιτειακή οργάνωση, τα αξιώματα και τα σώματα της αντλούσαν τη νομιμοποίηση τους στα μάτια του λαού από την ευσεβή τους στάση απέναντι στους θεούς και τη συσχέτιση τους με συγκεκριμένες θεότητες.
Ωστόσο δεν οριζόταν κάποια συγκεκριμένη θρησκευτική αυθεντία η οποία είχε τον έσχατο λόγο στην τέλεση των δημόσιων ιεροτελεστιών και στην αστυνόμευση των λατρευτικών πρακτικών· οι αρμοδιότητες αυτές ήταν κατανεμημένες σε διάφορα ρεπουμπλικανικά ιερατικά αξιώματα που τα κατείχαν θρησκευτικοί άρχοντες της ρωμαϊκής πόλης-κράτους, υπόλογοι στη Σύγκλητο και στους Υπάτους, οι οποίοι εκλέγονταν συνήθως από τις ρωμαϊκές Εκκλησίες του Δήμου. Το σπουδαιότερο από τα εν λόγω αξιώματα ήταν αυτό του Μέγιστου Αρχιερέα (Pontifex Maximus), του επικεφαλής των ιερειών της σπουδαίας θεάς Εστίας (των «Εστιάδων») η «ιερή φλόγα» της οποίας έπρεπε να καίει αδιάκοπα στα μεγάλα δημόσια κτίρια, αλλά κανένας μεμονωμένος ιεράρχης δεν είχε ιδιαίτερα διευρυμένο, πόσο μάλλον απόλυτο, έλεγχο στις ποικίλες όψεις της κρατικής λατρείας. Η αστική ρωμαϊκή θρησκεία, προσανατολισμένη στην ευσεβή και ακριβή τήρηση της παράδοσης, είχε τις ρίζες της σε προϊστορικές αγροτικές λατρείες της γονιμότητας και γι’ αυτό δεν ήταν ασύμβατη με ιδιωτικές, μυστηριακές λατρείες που άρχισαν κατά την ελληνιστική εποχή να εισάγονται δειλά στην Ιταλία μέσω της Μεγάλης Ελλάδας. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις τελευταίες, λειτουργούσε αποκλειστικά ως παράγοντας κοινωνικής συνοχής και δικαιολόγησης των κρατικών ενεργειών.
Συνηθισμένη ήταν η μαντεία στο πλαίσιο της αστικής λατρείας, με τη βοήθεια δημόσιων «οιωνοσκόπων» οι οποίοι ερμήνευαν θεϊκές ενδείξεις (παρομοίως με τα ελληνικά μαντεία), αλλά και η «μαγεία», υπό την έννοια της τελετουργικής χειραγώγησης θεϊκών δυνάμεων με στόχο την πρόκληση βλάβης. Ωστόσο η μαγεία, όντας καταδικαστέα και ποινικά κολάσιμη, εξασκούνταν μόνο σε ιδιωτικό και οικογενειακό πλαίσιο. Αξίζει να σημειωθεί η μεγάλη συνάφεια με την ελληνική αστική λατρεία και σε άλλα θέματα, όπως π.χ. η εύκολη απόδοση ημιθεϊκού status σε διάσημους ήρωες (αν και στη Ρώμη συνήθως απαιτούνταν έγκριση της Συγκλήτου για τέτοιες ενέργειες), οι παρόμοιες λατρευτικές πρακτικές, η επικαλυπτόμενη μυθολογία (μεγάλο τμήμα της οποίας ήταν δανεικό από την ελληνική, είτε άμεσα από τις αποικίες της νότιας Ιταλίας είτε έμμεσα από τους επηρεασμένους από τους Έλληνες Ετρούσκους), η προσκόλληση της θρησκείας στην ιδέα της τήρησης της παράδοσης κλπ.
[Επεξεργασία] Εξέλιξη
Η εδαφική επέκταση εις βάρος των πιο αναπτυγμένων πολιτιστικά και οικονομικά Ελλήνων οδηγεί στην παρακμή των παραδοσιακών ρωμαϊκών θεσμών και αξιών. Οι Ρωμαίοι γοητεύονται από καθετί ελληνικό και η καθολική αποδοχή ελληνικών συνηθειών, θεσμών, τέχνης, φιλοσοφίας και δοξασιών κατά το δεύτερο αιώνα π. Χ. συνθέτει τον λεγόμενο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, ο οποίος γρήγορα αντικαθιστά τον «αγνό» ρωμαϊκό ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, κατά καιρούς είχε δεχτεί ισχυρές ελληνικές επιρροές. Χαρακτηριστική είναι η πλήρης υιοθέτηση τόσο των ελληνιστικών μυστηριακών λατρειών όσο και της τυπολατρικής αστικής ελληνικής θρησκείας με μία απλή ταύτιση των ανάλογων θεοτήτων. Ορισμένες βέβαια από τις τελευταίες παρέμειναν διακριτές και συνέχισαν να λατρεύονται ξεχωριστά, είτε επειδή δεν είχαν κανένα ελληνικό ανάλογο (π.χ. ο διπρόσωπος Ιανός η μία όψη του οποίου ήταν πολεμική και η άλλη ειρηνική), είτε λόγω των διαφορετικών ιδιοτήτων τους (π.χ. ο ρωμαϊκός Άρης ήταν επιπλέον θεός της βλάστησης και της γονιμότητας σε σχέση με τον επίφοβο ελληνικό θεό του πολέμου, ενώ η ρωμαϊκή Εστία θεωρούνταν πολύ σπουδαιότερη θεότητα από το ελληνικό αντίστοιχο της).
Ωστόσο, συνολικά, οι έτσι κι αλλιώς παρεμφερείς αστικές λατρείες της Ελλάδας και της Ιταλίας συγχωνεύονται και εμπλουτίζουν η μία την άλλη, τόσο μυθολογικά όσο και τελετουργικά, παρά τις τοπικιστικές διαφορές από πόλη σε πόλη. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζουν τα Βακχικά Μυστήρια τα οποία μεταφέρονται στην Ιταλία περί το 200 π.Χ. και επανέρχονται σε μία πρότερη, πιο μυστικοπαθή, πιο κτηνώδη αλλά και πιο εξισωτική μορφή τους, με αποτέλεσμα να γίνουν ευρέως αποδεκτά από τις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες (γυναίκες, δούλοι κλπ) και να τρομοκρατήσουν τους πατρικίους και τους πλούσιους πληβείους οι οποίοι τα έβλεπαν ως δημόσιο κίνδυνο και απειλή κατά του κράτους.
Αυτή την εποχή η επιρροή της εκλεπτυσμένης και ακριβούς ελληνικής γλώσσας, όπου αναπτύχθηκαν η φιλοσοφία και η λογοτεχνία, είναι καταλυτική. Η ελίτ της Ιταλίας μιλά εξίσου καλά λατινικά και ελληνικά, ενώ δεκάδες Έλληνες διδάσκαλοι φιλοσοφίας και ρητορικής έρχονται στη Ρώμη κάθε χρόνο για να διδάξουν την πλούσια παιδεία της Ανατολής. Όπως συνέβη κατά την κλασική εποχή στην Ελλάδα, έτσι και τώρα στη Ρώμη η κρατική αστική λατρεία αρχίζει πλέον να υπομνηματίζεται και να ερμηνεύεται προαιρετικά με πολυάριθμους, συχνά ασύμβατους τρόπους από διάφορες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές οι οποίες, από κοινού με τις ποικίλες μυστηριακές λατρείες, επιχειρούν να της προσδώσουν μεταφυσικό και ηθικό περιεχόμενο και να τη μετατρέψουν σε δημόσιο και συλλογικό συμπλήρωμα μίας ιδιωτικής, μυσταγωγικής και σωτηριολογικής πρακτικής. Επιπλέον ο τυπικός διανοητικός και θρησκευτικός συγκρητισμός της ελληνιστικής εποχής εμφυτεύεται με μεγάλη επιτυχία στην καρδιά του ρωμαϊκού κόσμου: κατά τον δεύτερο αιώνα π. Χ. εκατοντάδες ξενικές θεότητες συμπληρώνουν στην ίδια τη Ρώμη την αστική ελληνορωμαϊκή λατρεία, με την ανοχή αν όχι με την ενθάρρυνση του κράτους.
[Επεξεργασία] Αύγουστος
Στα τέλη του πρώτου αιώνα π.Χ. πλέον η επίσημη κρατική λατρεία της Ρώμης είχε από καιρό συγχωνευτεί στο γενικό της μυθολογικό και τελετουργικό περίγραμμα με τις ελληνικές αστικές λατρείες της Ανατολής και είχε εξαπλωθεί απ’ άκρο σε άκρο της Αυτοκρατορίας, αλλά με τον ίδιο τρόπο που κάθε πόλη διατηρούσε την ιδιαίτερη θρησκευτική παράδοση της ως υπενθύμιση της αλλοτινής, διακριτής κρατικής υπόστασης της έτσι και η ίδια η πόλη της Ρώμης, κέντρο της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης, διακρίνονταν από ιδιαίτερες τοπικιστικές πρακτικές οι οποίες δε διαδόθηκαν ποτέ έξω από το Λάτιο (π.χ. οι Εστιάδες, ορισμένες αργίες και αγώνες, η οιωνοσκοπία κλπ).
Ο Οκταβιανός προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή τη βαθύτερη πολυδιάσπαση πίσω από την επιφανειακή ελληνορωμαϊκή ομοιογένεια ώστε να ενισχύσει την ενότητα του αχανούς κράτους του, υποστήριξε προϋπάρχουσες τάσεις και το 27 π.Χ. του απονεμήθηκε από τη Σύγκλητο ο τίτλος του «Αυγούστου (Σεβαστού)», ο οποίος του αναγνώριζε ιερές ιδιότητες, ενώ παράλληλα διατάχθηκε η θεοποίηση του Ιουλίου Καίσαρα με δικούς του ιερείς και ναούς. Έτσι ξεκινά άτυπα η μεταθανάτια λατρεία του εκάστοτε Αυτοκράτορα, μία συμπληρωματική λατρεία που εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς ενοποίησης και ομοιογένειας σε όλη την έκταση του ρωμαϊκού κράτους. Βεβαίως ο έμφυτος παραλογισμός της θεοποίησης ενός ανθρώπου με απλό κρατικό διάταγμα δεν επέτρεψε στην Ιταλία την εξάπλωση αυτής της πρακτικής και στο πρόσωπο του τρέχοντος Αυτοκράτορα, ωστόσο στην Ανατολή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό η λατρεία ακόμα και του ίδιου του Οκταβιανού ως συνέχεια της λατρείας των ελληνιστικών μοναρχών.
Ο Αύγουστος δε σταμάτησε εκεί και επιχείρησε να συγκεντρώσει όλα τα σπουδαία ιερατικά αξιώματα στο πρόσωπο του ώστε να γίνει η υπέρτατη αυθεντία της επίσημης κρατικής λατρείας. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το θάνατο του Λέπιδου το 12 π.Χ. ο Οκταβιανός έλαβε ισοβίως τη θέση του Μέγιστου Αρχιερέα, ένα αξίωμα οι αρμοδιότητες του οποίου γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Ακόμα και ρωμαϊκές θρησκευτικές παραδόσεις αιώνων ο Αύγουστος επιχείρησε να τις στρέψει έμμεσα σε απότιση φόρου τιμής στον αυτοκρατορικό οίκο. Για τους επόμενους δύο αιώνες πάντως η αυτοκρατορική λατρεία θα είναι ένα όλο και σπουδαιότερο κομμάτι της θρησκευτικής πρακτικής στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας.
[Επεξεργασία] Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
[Επεξεργασία] Παρακμή
[Επεξεργασία] Δείτε επίσης
[Επεξεργασία] Πηγές
- Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία, Τόμος Β', Φριτς Γκραφ, Εκδόσεις Παπαδήμα
- Αντίστοιχα άρθρα της αγγλικής Wikipedia