Σμύριδα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Σμύριδα (καθαρεύουσα "Σμύρις"), ή σμυρίδα, το κοινώς λεγόμενο "σμυρίγλι".
Είναι ορυκτό που συνίσταται από κορούνδιο (Al2O3) με ανάμιξη μαγνητίτη, και προϊόντων χημικής αποσάθρωσης του τελευταίου δηλαδή αιματίτη και λειμωνίτη. Ως επουσιώδη συστατικά μπορεί να περιέχει χαλαζία, σιδηροπυρίτη, μοσχοβίτη, τουρμαλίνη, βιστίτη κ.ά.
Το χρώμα της σμύριδας είναι κυανόμαυρο ή κατάμαυρο με πολλή μεγάλη σκληρότητα που πλησιάζει τον αριθμό 9 (εκ του κορουνδίου που περιέχει). Απαντάται σε κρυσταλλοσχιστώδεις περιοχές συνήθως σε μορφή κοίτης (λεκάνης), φωλιάς ή και φλέβας. Τα κοιτάσματά της ως επί το πλείστον εντοπίζονται εντός στρωμάτων μαρμάρου και δολομίτη. Από τους αρχαιότατους χρόνους ήταν γνωστές οι ιδιότητες του ορυκτού αυτού και χρησιμοποιείτο ως μέσο λειαντικό και στιλβωτικό.
Η εμπορική αξία της σμύριδας εξαρτάται από την ομοιογένεια της μάζας της και κυρίως από την περιεκτικότητα σε κορούνδιο που θα πρέπει να κυμαίνεται από 54 – 82%. Με πρώτη ύλη αυτό, κυκλοφορεί στο εμπόριο σε μορφή σκόνης (για λείανση και στίλβωση υάλων, μαρμάρων και λίθων ακόμη και μετάλλων) και ως σμυριδόπανα, σμυριδοτροχοί και σμυριδοακόνες.
Στον ελλαδικό χώρο κοιτάσματα σμύριδας έχουν αποκαλυφθεί στα νησιά του Αιγαίου και περισσότερο στις Κυκλάδες. Ομοίως στις νοτιοδυτικές ακτές στη Μικρά Ασία καθώς και στην Ιταλία. Τα πλουσιότερα όμως κοιτάσματα και τα καλύτερα από πλευράς ποιότητας βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της ανατολικής πλευράς της Νάξου απ΄ όπου και εξορύσσεται και εξάγεται η γνωστή Σμύριδα Νάξου.