Κάρλο Ρούμπια
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Κάρλο Ρούμπια (Carlo Rubbia) είναι ένας σύγχρονος Ιταλός πειραματικός φυσικός στοιχειωδών σωματίων, που μοιράσθηκε το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1984 με τον Σίμον βαν ντερ Μέερ.
[Επεξεργασία] Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ρούμπια γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1934 στην Γκορίτσια, μια κωμόπολη στους πρόποδες των ιταλικών Άλπεων. Πήρε το διδακτορικό του πάνω σε πειράματα στις κοσμικές ακτίνες στη Scuola Normale της Πίζα το 1959. Μετά πέρασε 1,5 χρόνο στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη συμμετέχοντας σε πειράματα πάνω στη διάσπαση και πυρηνική σύλληψη των μιονίων. Αυτά υπήρξαν τα πρώτα από μία μακρά σειρά πειραμάτων του Ρούμπια στο πεδίο της ασθενούς αλληλεπιδράσεως, που κορυφώθηκαν στη δουλειά του στο CERN για την οποία τιμήθηκε και με το βραβείο Νόμπελ.
Το 1961 ο Ρούμπια επέστρεψε στην Ευρώπη, προσελκυσμένος από το νεοϊδρυθέν CERN, όπου και εργάσθηκε. Το CERN είχε μόλις θέσει σε λειτουργία ένα νέο τύπο επιταχυντή (Intersecting Storage Rings), με αντίθετης φοράς συγκρουόμενες ακτίνες πρωτονίων. Ο Ρούμπια και οι συνεργάτες του πειραματίσθηκαν με αυτό, μελετώντας και πάλι την ασθενή δύναμη.
Το 1970 ο Ρούμπια διορίσθηκε Καθηγητής της Φυσικής στην έδρα Higgins στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, όπου περνούσε ένα εξάμηνο τον χρόνο ενώ το άλλο εξάμηνο συνέχιζε την έρευνα στο CERN. Το 1989 διορίσθηκε γενικός διευθυντής του Εργαστηρίου του CERN.
[Επεξεργασία] Συμβολή στη Φυσική
Στις αρχές του 1983 στο CERN, μία διεθνής ομάδα αποτελούμενη από πάνω από 100 φυσικούς και με επικεφαλής τον Rubbia ανίχνευσε για πρώτη φορά τα ενδιάμεσα μποζόνια, τα Σωμάτια W και Z, που είχαν ήδη αναδειχθεί σε ακρογωνιαίο λίθο των σύγχρονων θεωριών της Φυσικής Στοιχειωδών Σωματίων. Αυτά είναι οι φορείς της ασθενούς (πυρηνικής) δυνάμεως που προκαλεί τη φυσική ραδιενεργό διάσπαση των πυρήνων των ραδιενεργών ισοτόπων. Αυτά τα σωμάτια έχουν μάζα εκατονταπλάσια περίπου αυτής του πρωτονίου.
Για την επίτευξη ενεργειών αρκετά υψηλών για την παραγωγή αυτών των σωματίων, ο Ρούμπια πρότεινε, μαζί με τον Ντέιβιντ Κλάιν και τον Πίτερ Μακιντάιρ, ένα ριζικά διαφορετικό σχεδιασμό επιταχυντή, τον δακτύλιο συγκρούσεως πρωτονίων-αντιπρωτονίων. Αυτός ο επιταχυντής στο CERN κυριάρχησε στο πεδίο της Φυσικής υψηλών ενεργειών από την πρώτη λειτουργία του το 1981 μέχρι το 2002, οπότε τον ρόλο του ανέλαβε το Τέβατρον στο Φέρμιλαμπ. Τα ερευνητικά του αποτελέσματα ανέδειξαν μία εντελώς νέα φαινομενολογία των συγκρούσεων υψηλής ενέργειας, με τα γκλουόνια και τα μποζόνια W και Z να κυριαρχούν.
Αυτές οι ανακαλύψεις απέδειξαν ότι οι θεωρητικοί φυσικοί βρίσκονταν στον σωστό δρόμο για την περιγραφή της Φύσης στο πιο βασικό της επίπεδο, μέσα από το λεγόμενο "Standard Model". Τα δεδομένα για τα ενδιάμεσα μποζόνια επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις της θεωρίας για την «ηλεκτρασθενή δύναμη», που έδωσε το βραβείο Νόμπελ του 1979 στους Στήβεν Βάινμπεργκ, Σέλντον Γκλάσοου και Αμπντούς Σαλάμ. Η θεωρία αυτή ενώνει τις 2 από τις 4 θεμελιώδεις δυνάμεις στη Φύση, την ασθενή πυρηνική και την ηλεκτρομαγνητική.
[Επεξεργασία] Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Το περιεχόμενο του άρθρου βασίζεται στο αντίστοιχο άρθρο της Αγγλόγλωσσης Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL. (ιστορικό/συντάκτες). |