Στάση του Νίκα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Στάση του Νίκα έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη το 532 και είχε διάρκεια μίας εβδομάδας. Υπήρξε η χειρότερη περίοδος βίας και αναρχίας που γνώρισε η Κωνσταντινούπολη με τη μισή πόλη να έχει καεί ή καταστραφεί.
Η Ρωμαϊκή και η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχαν αναπτύξει οργανώσεις φιλάθλων, ειδικά για τις αρματοδρομίες, μία δημοφιλή ενασχόληση για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Υπήρχαν τέσσερις κύριοι σύνδεσμοι, καθορισμένοι ανάλογα με το χρώμα της στολής της αγαπημένης τους αγωνιστικής ομάδας. Αυτοί ήταν οι Βένετοι (Γαλάζιοι), οι Κόκκινοι (Ρούσσοι), οι Πράσινοι και οι Λευκοί, αν και κατά τη Βυζαντινή περίοδο οι μόνες ομάδες που εξακολουθούσαν να διαθέτουν κάποια επιρροή ήταν οι Βένετοι και οι Πράσινοι. Οι ομάδες και οι αντίστοιχοι σύνδεσμοι ενσωμάτωναν στοιχεία συμμοριών και πολιτικών κομμάτων, κατατάσσοντας τους οπαδούς σύμφωνα με την κοινωνική τάξη και τη θρησκεία. Οι αυτοκράτορες συχνά υποστήριζαν τη μία έναντι της άλλης ομάδας. Ο Ιουστινιανός ήταν υποστηρικτής των Βένετων, τουλάχιστον μέχρι τη Στάση.
Το 531, μέλη των Βένετων και των Πράσινων είχαν συλληφθεί για δολοφονία, αλλά η ποινή του απαγχονισμού που τους είχε επιβληθεί είχε μετατραπεί από τον Ιουστινιανό σε φυλάκιση. Οι Βένετοι και οι Πράσινοι, όμως, αξίωναν να απαλλαγούν πλήρως. Ο Ιουστινιανός τους αγνόησε και, έτσι, στις 11 Ιανουαρίου, εισέβαλαν στη φυλακή και πυρπόλησαν περιοχές της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιώντας ως σύνθημα την αγωνιστική ιαχή Νίκα.
Κάποιοι από τους συγκλητικούς είδαν τη στάση σαν ευκαιρία να ανατρέψουν τον Ιουστινιανό, δυσαρεστημένοι από νέους φόρους που αυτός είχε επιβάλει και τον ψαλιδισμό των δικαιωμάτων των ευγενών γενικότερα. Οι στασιαστές, οπλισμένοι και μάλλον ελεγχόμενοι από τους συμμάχους τους στη Σύγκλητο, απαιτούσαν την αποπομπή του Έπαρχου Ιωάννη του Καππαδόκη, ο οποίος ήταν αρμόδιος για τη συλλογή των φόρων, καθώς και του αυλικού Τριβωνιανού, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την αναθεώρηση του ποινικού κώδικα. Ο Ιουστινιανός υποσχέθηκε να απομακρύνει από τις θέσεις τους τον Τριβωνιανό και τον Ιωάννη τον Καππαδόκη, αλλά η έκκλησή του στον Ιππόδρομο δεν πέτυχε και ανακηρύχθηκε νέος αυτοκράτορας ο Υπάτιος, ανιψιός του Αυτοκράτορα Αναστάσιου.
Ο Ιουστινιανός ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την Πόλη, αλλά η σύζυγός του Θεοδώρα τον έπεισε να παραμείνει. Ο Ιουστινιανός διέταξε τότε του στρατηγούς του Βελισάριο και Μούνδο να καταστείλουν την εξέγερση, στις 18 Ιανουαρίου. Κατ' άλλους, οι δύο στρατηγοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του Ιουστινιανού να παραμείνει στην πόλη και να αντιμετωπίσει τους στασιαστές. Σε κάθε περίπτωση, οι εξεγερθέντες εγκλωβίστηκαν στον Ιππόδρομο, όπου και σφαγιάστηκαν. Οι πηγές αναφέρουν ως θύματα συνολικά περίπου τριάντα χιλιάδες στασιαστές. Την επομένη, διατάχθηκε να εκτελεσθούν ο Υπάτιος και ο αδελφός του, ενώ η περιουσία τους δημεύθηκε, όπως και πολλών συγκλητικών που εξορίστηκαν επειδή είχαν υποστηρίξει τη στάση.