Διαλυτότητα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με τον χημικό όρο διαλυτότητα χαρακτηρίζεται η ικανότητα μιας χημικής ουσίας να διαλυθεί μέσα σε άλλη. Αυτή η ικανότητα προσδιορίζεται από τη μεγίστη ποσότητά της που μπορεί να διαλυθεί, σε καθορισμένη πάντα ποσότητα διαλύτη και σε ορισμένη θερμοκρασία.
Με κριτήριο αυτή την ικανότητα οι ουσίες διακρίνονται σε διαλυτές ουσίες ή σε αδιάλυτες και ειδικά για τα αέρια σε αναμίξιμα ή μη αναμίξιμα.
[Επεξεργασία] Διαλυτότητα αερίων
Η διαλυτότητα των αερίων συστατικών του αέρα μέσα στο νερό υπό κανονική ατμοσφαιρική πίεση χαρακτηρίζεται πολύ μικρή, καθίσταται όμως υπολογίσιμη σε μεγαλύτερες πιέσεις έτσι ώστε να θεωρείται κατά προσέγγιση ότι είναι ανάλογη προς την ασκούμενη πίεση. Στο γεγονός αυτό οφείλεται και η γνωστή "νόσος των δυτών" όπου ενώ ο δύτης αναπνέει αέρα κατά την κατάδυση, η αύξηση της πίεσης προκαλεί διάλυση περισσότερου αέρα στο αίμα του. Όταν κατά την ανάδυση η πίεση επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα, ο διαλυμένος αέρας στο αίμα αποβάλλεται σε μορφή φυσαλίδων που συγκεντρώνονται στα αιμοφόρα αγγεία με επώδυνους πόνους που μπορεί να επιφέρουν παραλυσία μέχρι και τον θάνατο. Αντίθετα οι βατραχάνθρωποι χρησιμοποιούν συσκευές παροχής μίγματος οξυγόνου και ηλίου όπου το δεύτερο στοιχείο παρουσιάζει πολύ μικρότερη διαλυτότητα από το άζωτο του αέρα.
- Το διάλυμα που περιέχει αυτή τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα διαλυτής ουσίας καλείται κορεσμένο διάλυμα.