Βούρα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Βούρα (Βοῦρα) ήταν αρχαία πόλη στην Αχαΐα.
Ιδρύθηκε από τους Ίωνες και ήταν μέλος της Ιωνικής Δωδεκάπολης ή Κοινό των Αχαιών και αργότερα της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Απείχε 40 στάδια (7,2 χλμ) από την θάλασσα [1].Η πόλη πήρε το όνομα της απο την Βούρα η οποία ήταν κόρη της Ελίκης και του Ίωνα. Κοντά στην Βούρα και στις όχθες του Βουραϊκού ποταμού υπήρχε , σε σπήλαιο , μαντείο όπου λατρευόταν ο Ηρακλής και υπήρχε και το άγαλμα του. Εκεί οι προσκυνητές έριχναν τους αστραγάλους και διάβαζαν τους χρησμούς στους Πίνακες της Γνώσης , όπως τους αποκαλούσαν .Το σπήλαιο υπάρχει και σήμερα στο χωριό Ζαχλωρίτικα[2]
Στην πόλη υπήρχε ιερό της Άρτεμις , που ήταν και η προστάτιδα της, επίσης ναοί του Διόνυσου , και της Δήμητρας. Αποικία της Βούρας ήταν η Σύβαρις στην Κάτω Ιταλία[3]
Η Βούρα καταστράφηκε το 373π.χ.μαζί με την Ελίκη από καταστροφικό σεισμό, σώθηκαν απο τους κατοίκους των δύο πόλεων μόνο όσοι έλειπαν από αυτές . Η θέση της πόλης πιστεύετε ότι είναι ανάμεσα στους ποταμούς Βουραϊκος και Λαδοπόταμος και στην πόλη του Διακοπτού.
[Επεξεργασία] Αναφορές & Σημειώσεις
- ↑ pipini.gr
- ↑ grdiakopto.gr/istorika
- ↑ "ἐκ Κερυνείας δὲ ἐπανελθόντι ἐς τὴν λεωφόρον καὶ ὁδεύσαντι οὐκ ἐπὶ πολὺ δεύτερα ἔστιν ἐς Βοῦραν ἀποτραπέσθαι: θαλάσσης δὲ ἐν δεξιᾷ [καὶ] ἡ Βοῦρα ἐν ὄρει κεῖται. τεθῆναι δέ φασι τῇ πόλει τὸ ὄνομα ἀπὸ γυναικὸς Βούρας, θυγατέρα δ' αὐτὴν Ἴωνος τοῦ Ξούθου καὶ Ἑλίκης εἶναι. ὅτε δὲ Ἑλίκην ἐποίησεν ἄδηλον ἐξ ἀνθρώπων ὁ θεός, τότε καὶ τὴν Βοῦραν σεισμὸς ἐπέλαβεν ἰσχυρός, ὡς μηδὲ τὰ ἀγάλματα ἐν τοῖς ἱεροῖς ὑπολειφθῆναι τὰ ἀρχαῖα. [9] ὁπόσοι δὲ τηνικαῦτα ἀποδημοῦντες ἢ στρατείας ἕνεκα ἔτυχον ἢ κατὰ πρόφασιν ἀλλοίαν, μόνοι τε οὗτοι Βουρέων ἐλείφθησαν καὶ αὐτοὶ τῆς Βούρας ἐγένοντο οἰκισταί. ναὸς ἐνταῦθα Δήμητρος, ὁ δὲ Ἀφροδίτης Διονύσου τέ ἐστι, καὶ ἄλλος Εἰλειθυίας: λίθου τοῦ Πεντελησίου τὰ ἀγάλματα, Ἀθηναίου δὲ ἔργα Εὐκλείδου: καὶ τῇ Δήμητρί ἐστιν ἐσθής. πεποίηται δὲ καὶ Ἴσιδι ἱερόν. [10] καταβάντων δὲ ἐκ Βούρας ὡς ἐπὶ θάλασσαν ποταμός τε Βουραϊκὸς ὀνομαζόμενος καὶ Ἡρακλῆς οὐ μέγας ἐστὶν ἐν σπηλαίῳ: ἐπίκλησις μὲν καὶ τούτου Βουραϊκός, μαντείας δὲ ἐπὶ πίνακί τε καὶ ἀστραγάλοις ἔστι <λαβεῖν>. εὔχεται μὲν γὰρ πρὸ τοῦ ἀγάλματος ὁ τῷ θεῷ χρώμενος, ἐπὶ δὲ τῇ εὐχῇ λαβὼν ἀστραγάλους --οἱ δὲ ἄφθονοι παρὰ τῷ Ἡρακλεῖ κεῖνται--τέσσαρας ἀφίησιν ἐπὶ τῆς τραπέζης: ἐπὶ δὲ παντὶ ἀστραγάλου σχήματι γεγραμμένα ἐν πίνακι ἐπίτηδες ἐξήγησιν ἔχει τοῦ σχήματος."Παυσανία Αχαϊκά