Luftwaffe
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Deutsche Luftwaffe είναι η Πολεμική Αεροπορία της Γερμανίας. Στη Γερμανική γλώσσα ο όρος «Luftwaffe» χρησιμοποιείται γενικά για όλες τις πολεμικές αεροπορίες, π.χ. «die Britische Luftwaffe» είναι η Βρετανική Αεροπορία (RAF).
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Ιστορία
[Επεξεργασία] Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο προάγγελος της Luftwaffe, η «Luftstreitkräfte» (Αεροπορική Δύναμη) ή «Die Fliegertruppen des deutschen Kaiserreiches» (Ιπτάμενα Στρατεύματα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας), ιδρύθηκε στα 1910 με την εμφάνιση του πολεμικού αεροσκάφους, το οποίο ωστόσο αρχικά προορίζονταν να χρησιμοποιηθεί μόνον ως αναγνωριστικό υποστήριξης των χερσαίων δυνάμεων, όπως χρησιμοποιήθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο τα αερόστατα κατά τον Γάλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870 ή ακόμα και κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Πάντως δεν ήταν η πρώτη πολεμική αεροπορία του κόσμου, αφού η Γαλλία είχε ιδρύσει τη δική της δύναμη νωρίτερα στο ίδιο έτος, όπως και η Ιταλία, που υπήρξε μάλιστα και η πρώτη χώρα στον κόσμο που έκανε χρήση αεροσκαφών σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Λιβύη, κατά τον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο του 1911, οι δε Βρετανοί στα 1912 ίδρυσαν και αυτοί το δικό τους Βασιλικό Ιπτάμενο Σώμα (Royal Flying Corps) που στα 1918 συγχωνεύτηκε με τη Βασιλική Αεροπορική Υπηρεσία Ναυτικού (Royal Naval Air Service) για να σχηματίσουν τη RAF.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Luftstreitkräfte χρησιμοποίησε μια μεγάλη ποικιλία αεροσκαφών, από καταδιωκτικά (όπως αυτά που κατασκεύαζαν οι εταιρίες Albatros-Flugzeugwerke και Fokker), αναγνωριστικά (Aviatik και DFW) και βαριά βομβαρδιστικά (Gothaer Waggonfabrik).
Τα καταδιωκτικά ήταν όμως αυτά που κέρδισαν τη μεγάλη δόξα στα μάτια του κοινού της εποχής, καθώς αυτά δημιούργησαν «Άσσους» όπως ο Manfred von Richthofen, γνωστότερος ως ο Κόκκινος Βαρόνος ("der rote Baron" στα Γερμανικά), οι Ernst Udet και Hermann Göring, μετέπειτα πρωτεργάτες της Luftwaffe, ο Oswald Boelcke, που θεωρείται ως ο θεμελιωτής των τακτικών της αερομαχίας και ο Max Immelmann, ο πρώτος αεροπόρος που τιμήθηκε με το διάσημο «Pour le Mérite». Όπως και το Γερμανικό Ναυτικό, ο Γερμανικός Στρατός χρησιμοποιούσε αερόπλοια Zeppelin για να βομβαρδίζει στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Μεγάλη Βρετανία.
Όλα τα Γερμανικά και Αυστρο-ουγγρικά πολεμικά αεροσκάφη χρησιμοποίησαν το έμβλημα του «Σιδηρού Σταυρού» μέχρι και τις αρχές του 1918. Κατόπιν, εμφανίστηκε ο «Βαλκανικός Σταυρός» (Balkenkreuz), ένα είδος μαύρου Ελληνικού Σταυρού σε λευκό βάθος.
Με την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο, η αεροπορία καταργήθηκε τελείως, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που απαίτησε την καταστροφή όλων των Γερμανικών αεροσκαφών. Σαν αποτέλεσμα αυτής της διάλυσης, η σημερινή Luftwaffe (που χρονολογείται από το 1956) δεν είναι η αρχαιότερη αυτόνομη αεροπορία του κόσμου, τίτλο που κατέχει η Βρετανική Royal Air Force, που ιδρύθηκε την 1η Απριλίου 1918.
[Επεξεργασία] Περίοδος του Μεσοπολέμου
Καθώς η Συνθήκη των Βερσαλλιών απαγόρευε στη Γερμανία τη διατήρηση αεροπορίας, παρουσιάστηκε η ανάγκη της μυστικής έστω εκπαίδευσης των πιλότων της, για το ενδεχόμενο ενός μελλοντικού πολέμου. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκαν πολιτικές σχολές αεροπορίας μέσα στη χώρα, έτσι όμως μόνον ελαφρά εκπαιδευτικά αεροσκάφη μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, για να διατηρηθεί η βιτρίνα πως οι εκπαιδευόμενοι προορίζονταν απλά για πολιτικές αεροπορίες όπως η «Lufthansa». Προκειμένου να εκπαιδεύσει τους πιλότους της στην τελευταία τεχνολογία, η Γερμανία ζήτησε τη βοήθεια του μελλοντικού εχθρού της, της ΕΣΣΔ, που επίσης ήταν απομονωμένη στην Ευρώπη. Ένα μυστικό εκπαιδευτικό αεροδρόμιο δημιουργήθηκε στο Lipetsk της Ρωσίας στα 1924 και λειτούργησε για περίπου εννέα χρόνια, χρησιμοποιώντας κυρίως Ολλανδικά και Ρωσικά εκπαιδευτικά αεροσκάφη, αλλά ακόμη και μερικά Γερμανικά, μέχρι να κλείσει στα 1933. Η βάση αυτή ήταν επίσημα γνωστή ως 4η Μοίρα της 40ης Πτέρυγας του Ερυθρού Στρατού.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1935, ο Adolf Hitler ανέθεσε στον Άσσο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Hermann Göring την επανασύσταση της Luftwaffe, παραβιάζοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπογράφηκε στα 1919. Για την ενέργειά της αυτή, η Γερμανία δεν υπέστη κυρώσεις από τη Βρετανία και τη Γαλλία, ούτε και από την Κοινωνία των Εθνών και η αδράνεια της διεθνούς κοινότητας οδήγησε πρακτικά στην ακύρωση όλων των περιοριστικών όρων της Συνθήκης.
Αν και η νέα αεροπορία έπρεπε να είναι τελείως ανεξάρτητη από το στρατό, διατήρησε την παράδοση των βαθμών ιεραρχίας του στρατού για το προσωπικό της, μια παράδοση που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να τηρείται από την «Bundesluftwaffe» της ενοποιημένης Γερμανίας, όπως και από πολλές άλλες αεροπορίες ανά τον κόσμο. Παρόλα αυτά, πριν την επίσημη ανασύσταση της Luftwaffe, η παραστρατιωτική αεροπορική δύναμη που κάλυπτε το κενό, η «Deutscher Luftverband» (DLV, Γερμανική Αεροπορική Ένωση), με επικεφαλής τον Ernst Udet και με διακριτικά στολής που αργότερα η νεοϊδρυθείσα Luftwaffe οικειοποιήθηκε, χρησιμοποιούσε ειδικούς βαθμούς ιεραρχίας, που είχαν περισσότερο πολιτικό παρά στρατιωτικό χαρακτήρα.
Λέγεται πως ο Χέρμαν Γκέρινγκ είχε προσωπικά επιλέξει για τη Luftwaffe ένα έμβλημα που διαφοροποιούνταν από των άλλων όπλων. Στηρίζονταν στον αετό, ένα αρχαίο σύμβολο της Γερμανικής αυτοκρατορίας, αλλά με κάποιες τροποποιήσεις. Από το 1933, όταν ανέβηκε στην εξουσία το Εθνοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ, ο αετός καθιερώθηκε να κρατά ανάμεσα στα νύχια του το σύμβολο του κόμματος (τη σβάστικα), περιβάλλονταν δε από ένα δρύινο στεφάνι. Ο Γκέρινγκ αρνήθηκε για τη Λούφτ-βάφε τον αρχαίο Εραλδικό αετό, που φαίνονταν υπερβολικά στυλιζαρισμένος, στατικός και ογκώδης και προτίμησε ένα πιο νεανικό, πιο φυσικό και ελαφρύ αετό, με τα φτερά απλωμένα για πτήση, που ήταν πιο κατάλληλος σα σύμβολο για μιαν αεροπορία. Κι ενώ ο αετός της Wehrmacht κρατούσε σφιχτά, και στα δυο του πόδια τη σβάστικα, ο αετός της Λούφτ-βάφε κρατούσε τη σβάστικα μόνο με το ένα του πόδι, ενώ το άλλο πρότασσε τα νύχια του σε μιαν απειλητική χειρονομία.
Η Λούφτ-βάφε είχε την ιδανική ευκαιρία να δοκιμάσει τους πιλότους, τα αεροσκάφη και τις τακτικές της κατά τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στα 1936-1939, όπου η Λεγεώνα Κόνδωρ εστάλη σε υποστήριξη των Εθνικιστών επαναστατών, των οποίων ηγούνταν ο Francisco Franco. Ανάμεσα στα αεροσκάφη περιλαμβάνονταν ονόματα που θα γίνονταν διεθνώς γνωστά, όπως το βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως Junkers Ju 87 Stuka και το καταδιωκτικό Messerschmitt Bf 109. Ωστόσο, τα διακριτικά της Λούφτ-βάφε αντικαταστάθηκαν από τα Ισπανικά της Εθνικιστικής Αεροπορίας του Φράνκο, προκειμένου να μη φαίνεται στα μάτια του κόσμου πως η Γερμανία συμμετείχε άμεσα στον πόλεμο. Αντί για τη σβάστικα στην ουρά, τα Γερμανικά αεροσκάφη έφεραν το εθνικιστικό έμβλημα της αεροπορίας (ένα σταυρό του Αγίου Ανδρέα σε λευκό βάθος), ενώ στην άτρακτο και τις ημιπτέρυγες έφεραν μαύρους δίσκους. Όλα τα αεροσκάφη της Λεγεώνας χορηγήθηκαν σε μονάδες που τυποποιήθηκαν με ονομασίες που τελείωναν στον αριθμό «88». Έτσι η Μοίρα βομβαρδιστικών ονομάζονταν Kampfgruppe 88, Κ/88 για συντομία και η Μοίρα καταδίωξης Jagdgruppe 88 (J/88).
Μια πικρή γεύση των επερχόμενων συστηματικών βομβαρδισμών πόλεων κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δόθηκε τον Απρίλιο του 1937, όταν μια συνδυασμένη δύναμη Γερμανικών και Ιταλικών βομβαρδιστικών της Εθνικιστικής Αεροπορίας σχεδόν κατέστρεψαν τη Βασκική πόλη Γκερνίκα στη Βορειο-Ανατολική Ισπανία. Η διεθνής κοινότητα καταδίκασε σύσσωμη το γεγονός και πολλοί τότε φοβήθηκαν πως αυτός θα ήταν ο τρόπος διεξαγωγής του αεροπορικού πολέμου στο μέλλον, καθώς ο Ιταλός θεωρητικός Giulio Douhet (ο οποίος είχε ήδη πεθάνει στα 1930), είχε ήδη αναπτύξει πολύ «δημοφιλείς» ιδέες περί Στρατηγικού Βομβαρδισμού, που υποστήριζαν ότι οι σύγχρονοι πόλεμοι θα κερδίζονταν πλήττοντας από αέρος τη βιομηχανική καρδιά του αντίπαλου έθνους και σπάζοντας το ηθικό του άμεσα θιγόμενου άμαχου πληθυσμού, μέχρι του σημείου που η αντίπαλη κυβέρνηση θα αναγκάζονταν σε συνθηκολόγηση, οι δε εξελίξεις αυτές στην Ισπανία αποτελούσαν κακό οιωνό για τα μελλούμενα στο μεγάλο πόλεμο που θα ακολουθούσε λίγους μήνες μετά το τέλος του εν λόγω εμφυλίου.
[Επεξεργασία] Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
- Βλέπε και την Ιστορία της Luftwaffe κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Με το ξέσπασμα του πολέμου, η Λούφτ-βάφε ήταν μία από τις πλέον σύγχρονες, ισχυρές και έμπειρες αεροπορίες στον κόσμο, κυριαρχώντας στους Ευρωπαϊκούς ουρανούς με αεροσκάφη πολύ πιο προηγμένα από τους αρχικούς τους αντιπάλους. Η Luftwaffe αποτελούσε βασικό συντελεστή της τακτικής του «Blitzkrieg», του Κεραυνοβόλου Πολέμου, καθώς η «στενή αεροπορική υποστήριξη» που παρείχαν τα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Stuka και αεροπορική υπεροχή που παρείχαν τα μαχητικά αεροσκάφη αποτέλεσαν το κλειδί για πολλές από τις αρχικές Γερμανικές νίκες. Το Messerschmitt Bf 109 ήταν το πιο ευπροσάρμοστο και ευρέως παραχθέν μαχητικό που διέθετε ποτέ η Luftwaffe, έχοντας σχεδιαστεί όταν ακόμα στους ουρανούς κυριαρχούσαν τα διπλάνα. Πολλές εκδόσεις αυτού του αεροσκάφους παρήχθησαν. Ο αεροκινητήρας του, ένας υγρόψυκτος Mercedes-Benz DB 601, αρχικά απέδιδε μέχρι και 1.000 ίππους. Η ιπποδύναμη αυτή αυξήθηκε καθώς στους κινητήρες εισήχθη η τεχνολογία της άμεσης έκχυσης καυσίμου. Το Focke Wulf Fw 190 θεωρούνταν το καλύτερο Γερμανικό καταδιωκτικό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Διέθετε μάλλον μικρές ημιπτέρυγες και αστεροειδή κινητήρα της BMW. Το Junkers Ju 87 «Stuka» αποτελούσε βασικό πλεονέκτημα για τον κεραυνοβόλο πόλεμο, χάρη στην ικανότητά του να βομβαρδίζει με θανάσιμη ακρίβεια.
Αρχηγός της Λούφτ-βάφε ήταν ο Hermann Göring, ένας άσσος πιλότος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πρώην διοικητής της διάσημης «Jasta 1» (του Φον Ρίχτχοφεν), ο οποίος είχε γίνει από πολύ νωρίς μέλος του Ναζιστικού κόμματος. Το Καλοκαίρι και Φθινόπωρο του 1940 η Luftwaffe έχασε τη Μάχη της Αγγλίας πάνω από τους Βρετανικούς ουρανούς, που αποτέλεσε την πρώτη πλήρως εναέρια μάχη της ιστορίας και την πρώτη ήττα της Γερμανίας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τις στρατιωτικές αποτυχίες στο Ανατολικό Μέτωπο, από τα 1942 και μετά, η Λούφτ-βάφε άρχισε μια σταθερή, σταδιακή πορεία παρακμής, που την οδήγησε στη συντριβή από την αριθμητική υπεροχή των συμμαχικών αεροσκαφών που αναπτύχθηκαν εναντίον της.
Προς το τέλος του πολέμου, η Luftwaffe δεν αποτελούσε πλέον βασικό παράγοντα του πολέμου και παρότι έριξε στη μάχη πολύ προηγμένα αεροσκάφη όπως τα Messerschmitt Me 262 και Me 163, η έλλειψη καυσίμων, η ανεπαρκής βιομηχανική παραγωγή και η απουσία έμπειρων πιλότων δεν της επέτρεψαν να ανακτήσει τη χαμένη της αίγλη.
[Επεξεργασία] Ψυχρός Πόλεμος
Τον Αύγουστο του 1946 οι Σύμμαχοι διέλυσαν επίσημα τη Luftwaffe και απαγόρευσαν τη στρατιωτική αεροπορία στη Γερμανία. Αυτό άλλαξε όταν η Δυτική Γερμανία έγινε δεκτή στο ΝΑΤΟ στα 1955, καθώς οι Δυτικοί Σύμμαχοι πίστευαν πως η Γερμανία ήταν χρήσιμη απέναντι στην αυξανόμενη στρατιωτική απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, η Δυτικο-Γερμανική Luftwaffe εξοπλίζονταν κυρίως με αεροσκάφη Αμερικανικής σχεδίασης, που κατασκευάζονταν στη Γερμανία με άδεια. Έμβλημά της ήταν πλέον (και παραμένει) ο Σιδηρούς Σταυρός στην άτρακτο, που απηχεί την παράδοση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ στην ουρά φέρονταν η εθνική Σημαία της Δυτικής Γερμανίας.
Πολλοί διάσημοι πιλότοι μαχητικών, που είχαν πολεμήσει με τη Luftwaffe στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντάχθηκαν στη νέα, μεταπολεμική αεροπορία και αφού έλαβαν μετεκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες από τους Αμερικανούς, επέστρεψαν στη Δυτική Γερμανία για να αξιοποιήσουν το νέο εξοπλισμό που οι ΗΠΑ είχαν χορηγήσει στη αεροπορία τους. Ανάμεσά τους βρίσκονταν ο Erich Hartmann, ο κορυφαίος άσσος όλων των εποχών παγκοσμίως με 352 καταρρίψεις και άλλοι μεγάλοι άσσοι του πολέμου, που ξανάδωσαν στη Luftwaffe κάτι από την παλιά της δόξα.
Κατά τη δεκαετία του ’60, η κρίση των Starfighter αποτέλεσε ένα μεγάλο πολιτικό πρόβλημα για τη χώρα, καθώς πολλά από αυτά τα αεροσκάφη της Lockheed συνετρίβησαν, αφού τροποποιήθηκαν ειδικά για να προσαρμοστούν στις ανάγκες της Luftwaffe. Από τα 916 Starfighter στην υπηρεσία της Luftwaffe, τα 292 συνετρίβησαν, αφαιρώντας και τις ζωές 115 πιλότων, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Γερμανικού λαού, που θεωρούσε τα F-104 ανασφαλή αεροσκάφη.
Οι αρμόδιοι της Luftwaffe απέδειξαν πως παρόμοια αεροσκάφη στο εξωτερικό ήταν πολύ ασφαλέστερα (η Ισπανία κατά την ίδια περίοδο δεν είχε χάσει κανένα). Οι Αμερικανοί απέδωσαν το υψηλό ποσοστό απωλειών των γερμανικών F-104 στον ορμητικό τρόπο με τον οποίο οι Γερμανοί πιλότοι πετούσαν (συχνά σε πολύ χαμηλό ύψος), παρά στα όποια ελαττώματα του αεροσκάφους. Ο Johannes Steinhoff, άσσος του πολέμου, με 176 καταρρίψεις στο ενεργητικό του και αρχηγός της νέας Luftwaffe, μαζί με τον υπαρχηγό του Günther Ral (με 275 καταρρίψεις), άφησαν τα επιτελικά τους καθήκοντα και έφυγαν στην Αμερική όπου εκπαιδεύτηκαν στο χειρισμό των αεροσκαφών αυτών από τους ειδικούς της εταιρείας Lockheed και παρατήρησαν κάποιες ιδιαιτερότητες στην εκπαίδευση, όπως την παντελή απουσία ασκήσεων σε ορεινό ή ομιχλώδες περιβάλλον, που σε συνδυασμό με κάποιους ελιγμούς όπως απότομες στροφές του αεροσκάφους θα μπορούσαν να προκαλέσουν ατυχήματα. Οι Steinhoff και Rall άλλαξαν αμέσως το πρόγραμμα εκπαίδευσης των πιλότων F-104 και σύντομα τα ποσοστά ατυχημάτων έπεσαν σε επίπεδα ανάλογα ή και καλύτερα από άλλων χωρών.
Οι άνθρωποι αυτοί δημιούργησαν το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και επαγγελματισμού που χαρακτηρίζει τη σημερινή Luftwaffe και καθιέρωσαν την τακτική της μετεκπαίδευσης των πιλότων τους στο εξωτερικό. Πάντως το F-104 ουδέποτε κατόρθωσε να βγάλει από πάνω του τη ρετσινιά του «ιπτάμενου φέρετρου» και αντικαταστάθηκε στη Γερμανία πολύ νωρίτερα απ’ ότι σε άλλες χώρες.
[Επεξεργασία] Δεκαετία του ’70
Από τον Ιούνιο του 1979, η Luftwaffe άρχισε να παραλαμβάνει 212 αεροσκάφη Panavia Tornado IDSs.
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να χορηγούν στη Γερμανία πυρηνικά όπλα για χρήση σύμφωνα με τις συνθήκες του ΝΑΤΟ. Τα Γερμανικά αεροσκάφη διαθέτουν 60 πυρηνικές βόμβες B61, που σε περίπτωση πολέμου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τα Panavia Tornado.
[Επεξεργασία] Επανένωση της Γερμανίας
Η Αεροπορία της Ανατολικής Γερμανίας εξοπλίζονταν από αεροσκάφη Ανατολικο-Ευρωπαϊκής παραγωγής, όπως τα Sukhoi Su-17 και τα πιο διάσημα αεροσκάφη της οικογένειας MiG, όπως τα μαχητικά MiG-21, MiG-23 και MiG-29, χρησίμευε δε σαν προέκταση της Ερυθράς Αεροπορίας στην Ανατολική Γερμανία. Η Αεροπορία της Ανατολικής Γερμανίας (Luftstreitkräfte der NVA) ήταν μοναδική ανάμεσα στη χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, καθώς συνήθως εξοπλίζονταν με τελευταίας τεχνολογίας και Σοβιετικών προδιαγραφών αεροσκάφη και όχι παρωχημένα υποδείγματα εξαγωγής. Σαν προέκταση της Σοβιετικής αεροπορίας, η Luftstreitkräfte είχε λιγότερη αυτονομία από άλλες αεροπορίες «Ανατολικών» χωρών. Αντίθετα από την Δυτική Luftwaffe, τα αεροσκάφη της έφεραν διακριτικά που αντικατόπτριζαν την ταυτότητα της χώρας ως μέλος του κομμουνιστικού κόσμου. Το έμβλημά της ήταν ένα διαμαντόσχημο σχέδιο, που διατρέχονταν από τρεις κάθετες λωρίδες χρώματος μαύρου, κόκκινου και χρυσού, που καλύπτονταν από το τυποποιημένο σύμβολο της Ανατολικής Γερμανίας, με το σφυρί και το διαβήτη.
Μετά την επανένωση της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας τον Οκτώβριο του 1990, τα αεροσκάφη της NVA εντάχθηκαν στη ενιαία Luftwaffe και τα παλαιά διακριτικά αντικαταστάθηκαν από το Σιδηρού Σταυρό, δημιουργώντας το μοναδικό φαινόμενο Σοβιετικών αεροσκαφών που υπηρετούν σε αεροπορία του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, τα περισσότερα εξ αυτών πρόκειται να αποσυρθούν από την ενεργό υπηρεσία και κάποια από αυτά να πουληθούν σε ενδιαφερόμενες γειτονικές χώρες.
Η ύπαρξη πιλότων άρτια εκπαιδευμένων στα MiG-29 επέτρεψε την οργάνωση εκπαιδευτικών ασκήσεων εξομοίωσης μάχης με σοβιετικά αεροσκάφη, μέχρι που αυτά πουλήθηκαν στην Πολωνία. Τη δυνατότητα αυτή εκμεταλλεύτηκαν και οι ΗΠΑ, που έστειλαν πιλότους στη Γερμανία να ασκηθούν σε αληθινές τακτικές πολέμου.
[Επεξεργασία] Τελευταία χρόνια
Το Μάρτιο του 1999, η Luftwaffe έλαβε μέρος, για πρώτη φορά από το 1945, σε πολεμικές επιχειρήσεις μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο. Όπως σχολιάστηκε, ήταν η πρώτη φορά που η Γερμανική Luftwaffe και η Βρετανική RAF πολέμησαν πλάι-πλάι. Κανένα Γερμανικό αεροσκάφος δεν χάθηκε κατά τα επεισόδια, αλλά η παρουσία του επικρίθηκε, λόγω της αντίθεσης της Γερμανικής κοινής γνώμης. Χαρακτηρίστηκε μάλιστα και αντισυνταγματική ενέργεια αφού από το 1949 το Γερμανικό Σύνταγμα (Grundgesetz) απαγορεύει τη συμμετοχή της χώρας σε επιθετικούς πολέμους.
[Επεξεργασία] Μέλλον
Από τα ’70, η Luftwaffe και αεροπορίες άλλων χωρών έδειξαν ενδιαφέρον για τη δημιουργία Ευρωπαϊκών μαχητικών όπως το Panavia Tornado και πιο πρόσφατα το Eurofighter Typhoon, που μπήκε σε υπηρεσία το 2006.
Στα 2004 ανακοινώθηκε η απόφαση μείωσης του στόλου της Luftwaffe, από 426 αεροσκάφη σε 265 μέχρι το 2015. Αν η παραγγελία των 180 Eurofighter Typhoon ολοκληρωθεί, αυτό θα σημάνει τον περιορισμό των Tornado σε 85 περίπου.