Στήβεν Χάρπερ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Στήβεν Χάρπερ[1] (Stephen Harper· γεν. Τορόντο, Καναδάς, 30 Απριλίου 1959) είναι καναδός πολιτικός και πρωθυπουργός της χώρας από τις 6 Φεβρουαρίου του 2006.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Λίγα προσωπικά στοιχεία
Ο Στήβεν Χάρπερ είναι πρωτότοκος γιος μικροαστικής οικογένειας του Τορόντο. Με το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να εργαστεί ως προγραμματιστής στο Έντμοντον της Αλμπέρτας. Αργότερα, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Κάλγκαρυ, για να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στα Οικονομικά.
Το 1993 νυμφεύθηκε την Λώρην Τέσκυ (Laureen Teskey), με την οποία απέκτησε έναν γιο (Μπένζαμιν, γεν. 1996) και μία κόρη (Ρέιτσελ, γεν. 1999).
[Επεξεργασία] Πολιτική σταδιοδρομία
Στα νεανικά του χρόνια, ο Χάρπερ ήταν μέλος της Νεολαίας του Φιλελεύθερου Κόμματος του τότε πρωθυπουργού Πιέρ Έλλιοτ Τρυντώ. Διαφώνησε όμως με την απόφαση των Φιλελευθέρων για κρατικοποίηση των πετρελαϊκών πόρων της Αλμπέρτας και εγκατέλειψε το κόμμα. Το 1985 έγινε σύμβουλος του Προοδευτικού Συντηρητικού Κόμματος, αλλά μόλις ένα χρόνο μετά εγκατέλειψε και αυτό το κόμμα για να γίνει ιδρυτικό στέλεχος του υπερσυντηρητικού Μεταρρυθμιστικού Κόμματος (1987).
Το 1988 έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής με το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα, αλλά δεν εκλέχθηκε. Τελικά, το 1993 εκλέχθηκε βουλευτής του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος στην περιφέρεια του Δυτικού Κάλγκαρυ. Ήλθε όμως σε ρήξη με την ηγεσία του κόμματος και το 1997 εγκατέλειψε το βουλευτικό αξίωμα, για να αναλάβει αντιπρόεδρος και κατόπιν πρόεδρος μίας συντηρητικής οργάνωσης (think-tank) με την ονομασία «Εθνική Συμμαχία Πολιτών».
Το 2000, το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα μετονομάστηκε σε Καναδική Συμμαχία, και το 2002 ο Χάρπερ ανέλαβε την ηγεσία του νέου κόμματος. Δύο μήνες αργότερα εκλέχθηκε βουλευτής σε επαναληπτικές εκλογές στο Κάλγκαρυ. Καθώς η Καναδική Συμμαχία ήταν δεύτερη σε αριθμό εδρών στο Καναδικό Κοινοβούλιο, ο Χάρπερ ανακηρύχθηκε αυτομάτως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τον Οκτώβριο του 2003, η Καναδική Συμμαχία, που ήταν δυνατή στην Αλμπέρτα, και το Προοδευτικό Συντηρητικό Κόμμα, που είχε ακόμα υπολογίσιμες δυνάμεις στον κεντρικό και ανατολικό Καναδά, ενώθηκαν σε ένα νέο κόμμα με την ονομασία «Συντηρητικό Κόμμα του Καναδά».
Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2004, ο Χάρπερ δεν κατάφερε να νικήσει το Φιλελεύθερο Κόμμα, το οποίο μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Πωλ Μάρτιν. Ωστόσο, με την υποστήριξη των υπόλοιπων κομμάτων της αντιπολίτευσης, ο Χάρπερ κατόρθωσε να ανατρέψει την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων σε ψηφοφορία εμπιστοσύνης στις 24 Νοεμβρίου του 2005. Στις εκλογές που ακολούθησαν στις 23 Ιανουαρίου του 2006, το Συντηρητικό Κόμμα βγήκε πρώτο, αλλά χωρίς να έχει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Ο Χάρπερ ανέλαβε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία παραμένει ως έχει με την ανοχή των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία θεώρησαν σκόπιμο να αποφύγουν άλλη μία εκλογική αναμέτρηση μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
[Επεξεργασία] Πολιτικές θέσεις
Η πολιτική ταυτότητα του Στήβεν Χάρπερ είναι καθαρά συντηρητική και περιλαμβάνει:
- ενίσχυση του ελέγχου των μελών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την πάταξη της διαφθοράς,
- μείωση της φορολογίας,
- μείωση των κρατικής παρέμβασης και ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στους τομείς της Υγείας, της Παιδείας και της βρεφονηπιακής φροντίδας,
- ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων,
- καταπολέμηση της εγκληματικότητας με πιο αυστηρούς ποινές για τους παραβάτες του νόμου,
- κατάργηση του εθνικού μητρώου πυροβόλων όπλων,
- εγκατάλειψη της Συμφώνου του Κυότο, προκειμένου να μην υποστούν οικονομική ζημιά οι πετρελαιοπαραγωγοί του Καναδά,
- προσέγγιση με την κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ, κ.λπ.
Πριν γίνει πρωθυπουργός, ο Χάρπερ είχε εκφραστεί με έντονους χαρακτηρισμούς κατά των κεντρώων και αριστερών αντιπάλων του, αλλά αργότερα είπε ότι επρόκειτο για «αστεϊσμούς». Τον Ιούλιο του 2006, ο Στήβεν Χάρπερ τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του Ισραήλ, όταν ο στρατός του κράτους αυτού επέδραμε κατά του Λιβάνου. Το γεγονός αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την καναδική αντιπολίτευση, αλλά και την καναδική κοινή γνώμη, εφόσον πρόκειται για σημαντική στροφή από την μακροχρόνια εξωτερική πολιτική του Καναδά για ουδετερότητα και αναζήτηση ειρηνικών λύσεων.[2]
[Επεξεργασία] Σημειώσεις
- ↑ Εναλλακτική γραφή: Στίβεν Χάρπερ.
- ↑ Κύρια πηγή του άρθρου είναι το αντίστοιχο άρθρο της αγγλικής Βικιπαίδειας.